Ποίημα: Αντώνης Κοντάκης
Φυσικοθεραπευτής

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Μελανό πέπλο αταραξίας ομοιόμορφα απλωμένο,
ανθρώπινες λευκές κατασκευές να οριοθετούν το «ανήκειν»
κι εσύ να αναζητάς μια χαραμάδα και λίγο διάκενο
για να λουστεί το σώμα σου από του φεγγαριού την τήξη.
Φαινομενικά ατάραχο, οργισμένο το χώμα, εραστής του κορμιού σου
κι εσένα αυτό που σε ενδιαφέρει
είναι αν στον πάνω κόσμο αναπνέουν οι άνθρωποι ελεύθερα.
Αναζητάς μια πνοή από ένα στόμα που πλέον δεν οργίζεται,
δε φωνάζει αδικημένο, δεν κραυγάζει γεμάτο πόνο,
δεν πνίγεται στην ανθρωπόπλαστη σιωπή
για να μην αποκαλύψει δυσοίωνες λέξεις και νοήματα.
Αναζητάς το άγγιγμα ενός απαλόσαρκου χεριού
που δε θα κουράζεται να σφίγγει τη γροθιά του,
που δε θα εξερευνά πληγές και δε θα συλλέγει αίμα.
Αναζητάς το άκουσμα βημάτων που δεν κρύβονται σε σκιές,
δεν τρέχουν να αποφύγουν το καρτέρι του θανάτου,
δεν τρέμουν ξυπόλυτα από την παγωμένη και ανήλεη μοναξιά.
Αναζητάς κορμιά ακάλυπτα, θερμά και ολόγυμνα,
που δε θα στοιβάζονται σε αποκρουστικούς τάφους,
αιώνιοι εραστές σε μια ανίερη ομαδική συνεύρεση,
που δε θα κείτονται αποσβολωμένα μπροστά στην ανθρώπινη κακία.
Αναζητάς δυο μάτια καθάρια, μεστή ανθρωπιά γεμάτα,
που δε θα αναζητάν μοναχά το μέλλον,
επειδή δε θα υπάρχει τίποτα να δουν στο παρόν,
που δε φοβούνται τους καθρέπτες για να μην αντιληφθούν
την αντανάκλαση της πραγματικότητας.
Αναζητάς μια πνοή μελωδική, ερωτική, στάλες από ανθόνερο.
Αναζητάς ένα άγγιγμα αναστάσιμο, λουσμένο στο σεληνόφως.
Αναζητάς βήματα αδέξια, απαλά και παιχνιδιάρικα,
που ψάχνουν την εύστοργη αγκαλιά των γονέων τους
ένα κυριακάτικο ολόφωτο μυρωμένο πρωινό.
Αναζητάς σώματα που ματώνουν μονάχα από το χάδι
ενός απαράμιλλου, ανθισμένου τριαντάφυλλου.
Αναζητάς μάτια οάσεις, ανακουφιστικά προβαλλόμενα
στις έρημους των ανθρώπινων θλιβερών συναισθημάτων.
Αναζητάς μια τελευταία σου κίνηση, ένα τελευταίο φτερούγισμα
να ξεπροβάλλεις σαν όραμα, εύτολμο και πένθιμο,
και να αναζητήσεις τα μηνύματα των καιρών.
Να μια οπτασία, ανθρώπινη ή υπάνθρωπη,
από το δικό σου ή τούτο τον κόσμο;
Με μια πνοή, ατόφια οργισμένη, με σφιγμένες γροθιές,
ξυπόλητη, με ψυχρή σάρκα, με μάτια επίπονα κλειστά.
Με ορμή, απελπισμένα βυθίζεσαι και πάλι στο άβατο χώμα.
Η ανθρώπινη κοινωνία λυσσασμένα αναμασά τις ίδιες της τις σάρκες
και οι θάνατοί σας μένει ακόμη να δικαιωθούν και στη ζωή.
Στην ουσία της.