Κείμενο: Φανή Αθανασοπούλου
Σύμβουλος ψυχικής υγείας, ψυχοθεραπεύτρια

Επιμέλεια: Κατερίνα Δήμκου
Φιλόλογος


Σέρνω τον εαυτό μου στην ταράτσα. Εκεί, στο μεγάλο άνοιγμα του ουρανού να πάρω ανάσα. Σωριάζομαι στην καρέκλα και το κεφάλι μου πέφτει πίσω. Τα μάτια μου είναι κλειστά, κι όμως νιώθω ένα απαλό υγρό φως να απλώνεται στο σταχτί μου δέρμα. Είναι το χάδι του ορίζοντα που έρχεται από την αύρα της θάλασσας, από το φως του φεγγαριού που αργοσβήνει, από τον ψίθυρο των φύλλων, από τη ρίζα του βουνού.

Ωστόσο, η μυρωδιά του καμένου με ακολουθεί ως εδώ, σαν μοιρολόι που εισχωρεί στις φλέβες μου, με πάει πάλι εκεί.

Πίσω από τα κλειστά μου βλέφαρα ο θάνατος μου βγάζει την πελώρια πορτοκαλί του γλώσσα. Με καταπίνει και βρίσκομαι στα σπλάχνα του. Μέσα στην κοιλιά του πορτοκαλί κήτους αιωρούνται κομμένα μέλη, αποσβολωμένα χαμόγελα, τεράστια ανοιχτά μάτια ζώων που με καρφώνουν, στέγες που κολυμπούν, παράθυρα που άνοιξαν διάπλατα με ορμή, δέντρα που σφυρίζουν σαν σειρήνες, αμέτρητες καρδιές που σπάνε μαζί σε ένα εκκωφαντικό «κρακ».

Με φωνάζουν «λύκο» γιατί τρέχω γρήγορα και είναι φορές που φαίνεται σαν να χάνομαι στις φλόγες ουρλιάζοντας. Τότε γίνομαι φωτιά, ένα κομμάτι δικό της που στρέφεται εναντίον της, να της κάψει τα σωθικά.

Κι ύστερα, όπως τώρα, εξαντλούμαι, νιώθοντας τα αποκαΐδια της ψυχής μου να ανεβαίνουν στον λαιμό.  Όταν τελειώσει η μάχη, ο «λύκος» εξαφανίζεται στα βουνά. Κι εκεί ακούει όσα δεν ακούγονται. Ποιος είπε ότι τα δάση δεν κλαίνε;

Μέσα στ’ αφτιά μου αρχίζει να ανηφορίζει σιγά σιγά, ξεπηδώντας από κάθε κατεύθυνση του ορίζοντα, το κομβόι των δακρύων τους. Νιώθω τα αναφιλητά και τους σπασμούς της γης, που μαυροφορεμένη πάνω από το μνήμα κλαίει τα παιδιά της. Το παράπονο του ανυπεράσπιστου απλώνεται στον κόσμο. Όλη η εκτεθειμένη αθωότητα πυρπολείται ξανά και ξανά. Το μοιρολόι δυναμώνει, ακούω τους ποταμούς της γης να κυλάνε ορμητικά, τα κύματα της θάλασσας να βρυχώνται, τα βράχια να τρίζουν, τα άγρια πουλιά να κράζουν, κοπάδια άγριων ζώων να χτυπούν το χώμα σαν τεράστιο τύμπανο με τα ποδοβολητά τους.

Κλείνω τ’ αφτιά μου με τα χέρια μου, δάκρυα ξεπλένουν το πρόσωπό μου. Νιώθω πλάι μου τον σκύλο μου ανήσυχο να πηγαινοέρχεται και να λαχανιάζει, ακούγοντας τον άηχο ήχο της νεκρικής πομπής.

Δεν μπορούσα να ζήσω στην πόλη. Παραμορφωμένος τόπος. Δεν είναι αυτός ο τόπος μου. Γι΄ αυτό ήρθα εδώ, στην εξοχή, με κόπο και αίμα έφτιαξα το σπίτι μου. Μέχρι τώρα έχει γλιτώσει, όμως καμιά φορά το κοιτώ με φόβο. Είναι τα μάτια της καρδιάς μου που από εδώ πάνω ερευνούν τον ορίζοντα να τους εντοπίσουν, να τους προλάβουν. Τους «λύκους» παντού τους κυνηγούν οι άνθρωποι.

Μεγάλωσα στο χωριό. Ορφανός από μάνα και πατέρα, με μεγάλωσε η μάνα του πατέρα μου, η αγαπημένη, σοφή γιαγιά μου. Από μικρός στα χωράφια, στα βοσκοτόπια, στους γκρεμούς, στις στάνες. Άλλοτε έλεγα θα γίνω κτηνοτρόφος όταν μεγαλώσω, μετά έλεγα γεωπόνος, στο τέλος έγινα πυροσβέστης.

Η γιαγιά μου έλεγε πως οι γονείς μου είναι σε έναν πανέμορφο τόπο, έξω από τη γη, που κανείς δεν μπορεί να περιγράψει την ομορφιά του.

Όταν πρωτοπήγα με τη γιαγιά σε μια τεράστια γεωργική έκταση  λίγο έξω από το χωριό μας, ήμουν πολύ μικρός. Βρέθηκα ξαφνικά σε ένα μέρος όπου όλα ήταν πιο ψηλά από εμένα. Βυθίστηκα ανάμεσα στους ψηλούς φουντωτούς θάμνους και στα λουλούδια που μοσχομύριζαν και  φαίνονταν ότι άγγιζαν τον ουρανό. Άκουγα νερά να τρέχουν που δεν τα έβλεπα και πουλιά να πετούν πιο ψηλά και να κελαηδούν, ώσπου από πάνω μου μαζεύτηκε ένα τσούρμο γελαστά πρόσωπα, συγγενείς και αγρότες που ήταν εκεί γύρω, να με κοιτάζει καθώς στρίγγλιζα από χαρά και κουνούσα με λαχτάρα τα χέρια μου για να αγκαλιάσω όλη αυτήν την ομορφιά.

Σκεπτόμουν αργότερα κάπως έτσι θα είναι ο τόπος που είναι οι γονείς μου και μήπως κιόλας εμφανιστούν τα πρόσωπά τους πάνω στον ουρανό ……

Μεγαλώνοντας πήγαινα συχνά σε αυτές τις άπειρες εκτάσεις και περπατούσα ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση. Χωνόμουν ανάμεσα στα καλαμπόκια που ήταν πιο ψηλά από μένα και τόσο πυκνά που δεν έβλεπα τίποτα άλλο γύρω μου παρά μόνο τον ουρανό, όταν σήκωνα το κεφάλι μου. Μου άρεσε να στριμώχνομαι εκεί, να βαδίζω προσεκτικά σαν να τα χαιρετώ ένα – ένα, να εξαφανίζεται κάθε τι από γύρω μου και να μένει ο κόσμος τους μόνο. Αυτός ο κόσμος της πυκνής βλάστησης που όταν είσαι μέσα του αναδίνει μια σπάνια έντονη μυρωδιά που κατακλύζει όλο σου το είναι.

Η γιαγιά έλεγε ότι οι γονείς μου από τον όμορφο κόσμο που βρίσκονται, πετάνε παντού. Είναι ανάμεσα στις φυλλωσιές των δέντρων, κολυμπούν στο νερό που τρέχει στα ποτάμια  και μας βλέπουν μέσα από τις ακτίνες του ήλιου. Καθώς μεγάλωνα, όταν είχα διλήμματα ή αναρωτιόμουν τι θα έλεγαν οι γονείς μου για εκείνο και το άλλο, ζάλιζα τη γιαγιά μου. Όταν εκείνη πια κουραζόταν και δεν ήξερε τι να μου απαντήσει, έλεγε «τρέχα ρώτα τη βουκαμβίλια ή κάτσε εκεί κοντά στο νερό που μιλάει και θα σου πει, πήγαινε στην κληματαριά από κάτω και η μάνα θα σε αγκαλιάσει».

Έτσι έμαθα από μικρός να διαλογίζομαι κάτω από τα δέντρα, να χαϊδεύω τα λουλούδια, να αγκαλιάζω τους θάμνους, να ξαπλώνω με τις ώρες στο φρέσκο χορτάρι, ακόμα και να μιλάω στα ζώα. Το σπουδαιότερο όμως είναι ότι έμαθα να ακούω.

Λες και μου έδωσαν κάτι από τις ιδιότητες τους, την οξεία ακοή και όσφρηση, την παρατηρητικότητα μέσα στην ακινησία τους, την αισθαντική σιωπή. Λες κι έγινε η καρδιά μου ένα μικρό δάσος και οι φλέβες μου ρίζες.

Πολλές φορές έπαιρνα τις απαντήσεις μου, αργά ή γρήγορα τα πράγματα γίνονταν μέσα μου διαυγή και  κρυστάλλινα, σαν να είχε πέσει πάνω τους η πρωινή δροσιά. Κάθε φορά βεβαιωνόμουν πως η γιαγιά είχε δίκιο. Τα δάση, τα λιβάδια, τα βουνά, τα ζώα, τα αγροτόσπιτα και οι κήποι είναι η μάνα και ο πατέρας μου.

Αυτούς κάθε φορά τρέχω σαν «λύκος» να γλιτώσω. Αυτούς κλαίω όταν καίγονται. Αισθάνομαι τον πόνο από κάθε μέλος του σώματός τους που καίγεται σε οποιαδήποτε γωνιά της γης. Ακούω τη ζωή μου να λιγοστεύει. Κάθε φορά ορφανεύω ξανά. Η βεβήλωση με συντρίβει και με εξαγριώνει.

Δύο νυσταγμένα μάτια με κοιτάζουν. Είναι η κόρη μου που ανέβηκε στην ταράτσα, όπως κάθε φορά που με αφουγκράζεται όταν επιστρέφω στην κορυφή μου, στο καταφύγιό μου, μετά από τις  πύρινες μάχες. Ανοίγω τα χέρια μου και τρέχει στην αγκαλιά μου. Την κρύβω καλά εκεί μέσα, στην καρδιά του «λύκου», τη σκεπάζω με το πανωφόρι μου μην κρυώσει.

Ένα κλαράκι γιασεμί πετάει στον αέρα. Το πιάνω και το βάζω προσεκτικά στα μαλλιά της, χάδι ιερό από τους προγόνους της, μύρο της ευχής τους να μεγαλώσει και να γίνει το περισσότερο του ανθρώπου, το γεμάτο ανθρώπινο, να γίνει δάσος, βουνό, λύκος.