Κείμενο: Αντώνης Κοντάκης
Φυσικοθεραπευτής

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Από χτες το απόγευμα, το σιτάρι στέγνωνε στις τρεις βαμβακερές πετσέτες που είχε απλώσει πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Σε ένα μπολάκι μπροστά της υπήρχαν τα καβουρντισμένα αμύγδαλα ενώ το σακουλάκι δίπλα της ήταν γεμάτο με τις σταφίδες που της έφερε η συννυφάδα της. Επέλεξε το καλύτερο από τα αντικολλητικά της τηγάνια και το έβαλε στο μάτι της κουζίνας. Απέμενε να καβουρντίσει το αλεύρι και το σουσάμι, πριν τελικά αναμείξει τα διάφορα υλικά. Ήταν η πρώτη φορά που η κυρία Ουρανία έφτιαχνε κόλλυβα στη ζωή της και ήταν αγχωμένη μήπως κάτι στράβωνε κατά την παρασκευή τους. Για να βεβαιωθεί για τη σωστή σειρά των βημάτων, έριξε μια ακόμη ματιά στο μικρό τετράδιο δίπλα της, με τις συνταγές μαγειρικής της μητέρας και της γιαγιάς της.

Οι λέξεις στην εξωτερική σελίδα ήταν γεμάτες μουτζούρες και δυσανάγνωστα γράμματα. Η γιαγιά της δεν είχε πάει σχολείο ενώ η μητέρα της ολοκλήρωσε τις τρεις πρώτες τάξεις του δημοτικού, αφού ο πόλεμος διέκοψε απότομα την εκπαίδευσή της. Οι εσωτερικές σελίδες ήταν γεμάτες με λάθη, κυρίως στην ορθογραφία και λιγότερο στη σύνταξη. Από ένα σημείο και μετά το τετράδιο ένωσε τις γραφές των δύο γυναικών και ουσιαστικά τις αγκάλιαζε μέσα στα φύλλα του. Οι ίδιες, το μόνο που επιθυμούσαν ήταν να αποτυπώσουν γραπτά τη θεωρητική τους γνώση και εμπειρία.

Εκείνο το τετράδιο βρισκόταν σχεδόν σε κάθε ανάμνηση των παιδικών της χρόνων. Θυμόταν τη μητέρα της, όρθια από τα ξημερώματα μπροστά στην κουζίνα, να ετοιμάζει φαγητά για τον πατέρα της, τα τρία της αδέρφια, τις δύο γιαγιάδες και τον παππού της. Τόσα άτομα σε ένα διαμέρισμα εκατό περίπου τετραγωνικών μέτρων. Το νόστιμό φαγητό της ήταν το μοναδικό στοιχείο το οποίο έβρισκε τους πάντες σύμφωνους. Την υπόλοιπη ημέρα οι καυγάδες ξεσπούσαν με ασήμαντη αφορμή. Οι ρόλοι μέσα στην οικογένεια μπερδεύονταν, οι παρεξηγήσεις ήταν καθημερινό φαινόμενο, μα στο τέλος όλες οι ευθύνες καταλογίζονταν στη μητέρα της, η οποία εγκλωβισμένη στην κουζίνα της είχε την υποχρέωση να φροντίζει για την καθημερινότητα όλων των υπολοίπων μελών. Η μόνη, η οποία δε συμμετείχε σε αυτήν την ενδοοικογενειακή παράνοια, ήταν η μαμά της μητέρας της, η αγαπημένη της γιαγιά. Και δεν ήξερε αν αυτό οφειλόταν περισσότερο στην άνοια που είχε αρχίσει να αφήνει ορατά πλέον τα σημάδια πάνω της ή στο γεγονός ότι έβλεπε στη ζωή της κόρης της μια συνέχεια της δικής της ζωής.

Τα προηγούμενα χρόνια της αφθονίας μνημών, πολλές φορές μαζεύονταν γύρω της όλα τα εγγόνια και τους εξιστορούσε τα δικά της εφηβικά και ενήλικα χρόνια, όταν κλεισμένη και αυτή σε ένα σπίτι, έπρεπε με τη σειρά της να υπηρετεί κάθε επιθυμία των πεθερικών της. Ο σύζυγός της ήταν χαμηλών τόνων και, αν και ποτέ δεν αμφέβαλλε ότι την αγαπούσε, ήταν ελάχιστες οι φορές που είχε τη διάθεση και τα κότσια να πάει κόντρα στα θελήματα των γονέων του. Τους διηγούνταν τις φορές που η πεθερά της την έβριζε και τη χτυπούσε με το βαρύ της χέρι, όταν τύχαινε να πέσει στο φαγητό λίγο περισσότερο αλάτι ή όταν ένας λεκές στα ασπρόρουχα του άντρα της δεν είχε διαλυθεί εντελώς παρά το πολύωρο τρίψιμο. Αυτό που σίγουρα θυμόταν η κυρία Ουρανία ήταν τα δάκρια που κυλούσαν από τα μάτια της γιαγιάς της, όταν κατά τη διάρκεια της διήγησης παρατηρούσε τη δική της κόρη να βαριανασαίνει κουρασμένη, καθώς στήριζε το σώμα της σε κάποιον τοίχο ή στην πλάτη μιας καρέκλας.

Η μητέρα και η γιαγιά της ήταν δημοφιλείς στη γειτονιά για τα αξεπέραστης νοστιμιάς κόλλυβα που έφτιαχναν. Δεν υπήρχε μνημόσυνο και κηδεία να μην τους ζητηθεί η χάρη να φτιάξουν οι ίδιες το παραδοσιακό εκείνο γλύκισμα. Και αυτές πάντοτε πρόθυμες, με μοναδική συνέπεια, άφηναν για λίγο στην άκρη τις προσωπικές τους υποχρεώσεις και σαν να ήταν μια θεόσταλτη για τις ίδιες αποστολή, ακολουθούσαν κάθε φορά τα ίδια προσεχτικά βήματα και την επόμενη μέρα ολοκλήρωναν ένα πιάτο ευφάνταστου στολισμού και απαράμιλλης γεύσης. Ποτέ δεν αρνήθηκαν την αποστολή τους και κανένας νεκρός δεν έμεινε δίχως τα προετοιμασμένα από τα δικά τους χέρια εννέα υλικά.

Η κυρία Ουρανία ανακάτεψε στο μεγάλο πλαστικό μπολ το περιεχόμενο, γέμισε ένα κουτάλι σούπας και το δοκίμασε. Η γεύση ήταν όπως την ήξερε από τα παιδικά της χρόνια. Το μόνο που απέμενε ήταν ο στολισμός μα για εκείνον δεν είχε μήτε οδηγίες μήτε γραμμένα μυστικά. Η γιαγιά τής είχε πει κάποτε πως ο σωστός διάκοσμος ήταν θέμα ψυχής. Ήταν σαν ένα θεόσταλτο χάρισμα που ένωνε τον κόσμο των ζωντανών με τον κόσμο των πεθαμένων. Η μητέρα της πάντοτε τη συμβούλευε ότι για να πετύχει η διακόσμηση πρέπει να νοιάζεσαι για τον πεθαμένο. Η ψυχή της Ουρανίας ήταν προετοιμασμένη για αυτή τη στιγμή εδώ και τρεις μέρες. Επώδυνα συμβιβασμένη και ολότελα περήφανη. Όσο για την αγάπη της για τον νεκρό˙ κανένας δε μπορούσε να αμφισβητήσει τι σήμαινε για εκείνην η μητέρα της.