Κείμενο: Αναστασία-Μαρία Ζαβιτσάνου,
Βιοχημικός Μοριακής Ογκολογίας &
Ανοσολογίας

Επιμέλεια: Μαρία Σουρτζή,
Φιλόλογος – Ειδική Παιδαγωγός


Αυτό το καλοκαίρι ήρθε ένας φοιτητής λυκείου στο εργαστήριο να δουλέψουμε παρέα. Την προηγούμενη εβδομάδα τρώγαμε μαζί μεσημεριανό. Πάντα έβρισκα το μεσημεριανό διάλειμμα τέλεια ευκαιρία για συζήτηση με τους φοιτητές μου. Καθώς καθόμασταν και τρώγαμε, εκείνος μακαρόνια και εγώ ρεβίθια, συζητάγαμε για την εμπειρία του στο εργαστήριο και για τα πειράματα που του άρεσαν.

«Πάντα είσαι τόσο χαρούμενη με όλα τα πειράματά μας ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα; Απ’ όλα τα πειράματα που έχεις κάνει ποιο είναι το αγαπημένο σου;» με ρώτησε με ενδιαφέρον.

Χαμογέλασα λίγο ξαφνιασμένη. Είχα δώσει αρκετές συνεντεύξεις στη ζωή μου αλλά κανείς δεν μου είχε κάνει αυτήν την ερώτηση.

Το μυαλό μου άρχισε να τριγυρνάει στις πρώτες εμπειρίες μου στο εργαστήριο. Στο Φλέμινγκ στη Βάρη, όταν εμφάνισα στο φιλμ πρωτεΐνες σε λεκανάκια, όπως οι φωτογράφοι τα διάφορα τοπία. Τότε στη Βοστώνη που καλλιέργησα βακτήρια, για πρώτη φορά, μέσα σ’ ένα δωμάτιο που ήταν τόσο μεγάλο όσο το σαλόνι της γιαγιάς μου. Στο Λονδίνο, που είδα για πρώτη φορά τα κύτταρα του ανοσoποιητικού να φωσφορίζουν με διάφορα χρώματα λες και ήταν καρναβάλι. Στη Νέα Υόρκη, σαν διδακτορική φοιτήτρια που έκοβα κομματάκια DNA, όπως τα νήπια που κόβουν τα χαρτιά τους στο μάθημα καλλιτεχνικών. Και τώρα, που μελετάω τη δραστηριότητα του εγκεφάλου με προηγμένες πανάκριβες κάμερες και ειδικά φωτάκια, που αναβοσβήνουν σαν χαλασμένα φανάρια. Ποιο απ’ όλα αυτά τα πειράματα θα μπορούσα να επιλέξω; Όλα ήταν μοναδικά και υπέροχα για εμένα.

Και ξαφνικά το μυαλό μου βγήκε από τα εργαστήρια και πήδησε στο μπαλκόνι του σπιτιού μου, στη Νέα Σμύρνη. Εκείνο το καλοκαίρι που έπρεπε να κάνω μία εργασία για το μάθημα της φυσικής. Ο πατέρας μου και εγώ στύβαμε το μυαλό μας για το τι να μελετήσουμε.

«Δεν κάνουμε για την άνωση; Απλό και εύκολο!» μου είπε μετά από πολλή ώρα σκέψη.

«Τι τεμπέλης που είσαι… πάλι δεν θες να δουλέψεις!» τον πείραξα.

Την επόμενη μέρα γύρισε σπίτι με μία μεγάλη σακούλα αλάτι.

«Δεν έφερες καλής ποιότητας υλικά βλέπω… τσιφουτιές πάλι!»

«Τι λες παιδί μου; Μια χαρά θα κάνει την δουλειά του!»

«Μα δεν είναι Κάλας μπαμπά!» του είπα και αρχίσαμε και οι δύο να γελάμε.

Την επόμενη μέρα πιάσαμε δουλειά. Αδειάσαμε το τραπέζι του μπαλκονιού από τα φυτά της μαμάς και πού μας έβρισκες πού μας έχανες, για τις επόμενες τρεις μέρες, παίρναμε μετρήσεις πάνω από έναν διαφανή κουβά, γεμάτο με αλατόνερο. Γελούσαμε καθώς καραβάκια και αλλά χρωματιστά αντικείμενα βυθιζόντουσαν στον κουβά μας.

Ο πατέρας μου, παρότι σπούδασε φυσικός, δεν είχε συνήθως πολύ χρόνο για τέτοιου είδους δραστηριότητες. Αλλά εκείνες τις μέρες, το έβαλε πείσμα να πάρουμε τις πιο ακριβείς μετρήσεις. Λίγο ήθελε και θα ήταν καλύτερες και από του Αρχιμήδη. Ναι ‘ναι καλά ο Αρχιμήδης!

«Το ωραιότερο πείραμά μου είναι ένα που έκανα για την άνωση χρόνια πριν. Τα αντιδραστήρια που χρησιμοποίησα δεν ήταν πρώτης ποιότητας και τα αποτελέσματα δεν ήταν και τα καλύτερα. Ωστόσο παραμένει το ωραιότερο πείραμα της ζωής μου»

«Και τι θα άλλαζες για να το βελτιώσεις;» με ρώτησε λίγο μπερδεμένος.

«Τίποτα. Μόνο εύχομαι να είχα την ευκαιρία να κάνω περισσότερα πειράματα για την άνωση» του απάντησα.