Άρθρο: Χριστίνα Πανταζή
Ψυχολόγος

Επιμέλεια: Ίριδα Γουδέλη
Εκπαιδευτικός


Φανταστείτε έναν άνθρωπο που ξυπνάει το πρωί, χωρίς να έχει κάποια ιδιαίτερη σκέψη για τη μέρα του, πηγαίνει στη δουλειά μηχανικά, κάθεται οκτώ ώρες  και μετά επιστρέφει σπίτι. Πηγαίνοντας προς τη δουλειά του, νιώθει κάτι αφόρητο που δεν μπορεί να προσδιορίσει και αυτό τον κάνει να εργαστεί περισσότερο για να μπορέσει να το καταπολεμήσει. Μετά γυρνάει σπίτι, ο αφόρητος πόνος ως δια μαγείας επιστρέφει. Τότε υποφέρει, θέλει να το ξεχάσει είτε παίρνοντας αλφαβητικά όλους τους φίλους και γνωστούς για να βγει μια βόλτα, πίνοντας μεγάλες ποσότητες αλκοόλ  είτε τσουβαλιάζοντας ένα σωρό πράγματα και δραστηριότητες για να ξεχαστεί και να ασχολείται διαρκώς με «κάτι». Ωστόσο προβληματίζεται. Νιώθει ότι δεν νιώθει, σκέφτεται ότι δεν σκέφτεται και υπάρχει χωρίς να υπάρχει.

Λέμε πολλές φορές ότι νιώθουμε ένα κενό μέσα μας, προσπαθώντας να το ορίσουμε ως μια  άγνωστη και απροσδιόριστη τρύπα στη ψυχή  που ρουφάει τα ζωτικότητά μας, την ενέργειά μας, τη περιέργεια για τον κόσμο, το νόημα και την ομορφιά της και όλα τα συναισθήματα και για τους ίδιους και προς τους κοντινούς μας ανθρώπους. Και όλο αυτό  το κενό, μας δημιουργεί αφόρητο πόνο και μας κάνει να δυσθυμούμε. Είναι πράγματι ένα κενό ή θα μπορούσε να έχει χρώμα, μορφή, και λόγο ύπαρξης που εμείς δεν αντέχουμε να δούμε;

Αρκετοί ισχυρίζονται και μερικές φορές επιμένουν ότι πράγματι αυτό που έχουν μέσα τους είναι ένα κενό, μια τρύπα εσωτερική και δεν μπορούν να προσδιορίσουν ούτε την αιτία, ούτε να βρουν τον τρόπο να ξεφύγουν από αυτό. Το μόνο που γνωρίζουν είναι το συναίσθημα. Το οποίο είναι ένα αίσθημα δυσφορίας που γίνεται ενοχλητικό και συνυπάρχει σε ό,τι κάνει το άτομο. Μα και μόνο που «κάτι» προσδιορίζεται ως κενό, είναι αναμφισβήτητα μια κατάσταση που υπάρχει, που έχει δημιουργηθεί  και προέρχεται επίσης από «κάτι» άλλο, με αποτέλεσμα το άτομο να νιώθει «κάτι». Και ίσως να υπάρχει και «κάτι» που να οδηγεί και στη λύση αυτού του μυστηριακού τίποτα.

Το κενό μπορεί να αποτελεί λοιπόν μια κατάσταση όπου το άτομο έχει χάσει κάτι, κάτι έχει απωλέσει χωρίς να το γνωρίζει ή να το έχει απωθήσει πολύ βαθιά μέσα του γιατί μπορεί να υπήρξε μια βαθύτατη τραυματική εμπειρία που να έχει τις ρίζες της στη παιδική ηλικία και το άτομο έχει κλειδώσει πολύ βαθιά, ίσως ένα κενό το οποίο κρύβει στο τίποτα ένα πλουραλισμό συναισθημάτων θλίψης, θυμού και φόβου. Μπορεί επίσης να είναι κάτι το οποίο δεν έχει οικοδομηθει σε σταθερές βάσεις και σε ολοκληρωμένη αίσθηση εαυτού, ένα εγώ που φαίνεται λειψό θυμίζοντας περισσότερο τον ήρωα με το όνομα «Το κομμάτι που λείπει» από το βιβλίο του Σελ Σιλβερσταιν «Το κομμάτι που λείπει, συναντά το Μεγάλο Ο», το οποίο ψάχνει εναγωνίως ένα εξωτερικό ερέθισμα για να τσουλήσει μιας και οι μυτερές γωνίες δεν του το επιτρέπουν.

Ο Οδυσσέας Ελύτης αναφέρει ότι «ότι το κενό υπάρχει όσο δεν πέφτεις μέσα». Γιατί βουτώντας στην άβυσσο, καταφέρνουμε να βρούμε κάτι. Να το σχηματίσουμε, να το οριοθετήσουμε, να το χρωματίσουμε και μόλις δώσουμε τη μορφή του, να το πιάσουμε και να το περιεργαστούμε με προσοχή και σύνεση, με στόχο να το αναπλάσουμε και να το χτίσουμε σε «κάτι» μεταμορφώνοντάς το  σε νέα μορφή, πιο αισιόδοξη, πιο ουσιαστική και ολοκληρωμένη. Για να το κάνουμε όμως αυτό χρειάζεται αρχικά η ανάγκη που θα πυροδοτήσει τη θέληση, η οποία με τη σειρά της θα τροφοδοτήσει τη δύναμη και η δύναμη θα δώσει τη σκυτάλη στην τόλμη  για να πάρουμε μια βαθιά ανάσα και να βουτήξουμε μέσα της, αγνοώντας τα σκιερό βαθύ πάτο της.

Το κενό έχει ποικιλοτρόπως αποδοθεί σε κατάθλιψη, μοναξιά, άνια, έλλειψη νοήματος ζωής,  απώλεια, ανολοκλήρωτη ψυχική οργάνωση της προσωπικότητας, ακόμη έχει αποδοθεί κοινωνικά , πολιτικά, θρησκευτικά ως απουσία του Θεού, έχει διατυπωθεί ως φιλοσοφική θεώρηση της ανυπαρξίας όπου το κενό αντιπροσωπεύει το μην όν, το μη υπαρκτό το οποίο είναι αδιανόητο και τέλος, έχουν γίνει προσπάθειες να εκφραστεί και να αποτυπωθεί μέσω της τέχνης και συγκεκριμένα μέσω της εικαστικής και της γλυπτικής όπου το κενό αναπαριστά ένα χώρο αντίθετο από το θετικό χώρο, τον αρνητικό, στοιχείο ισοδύναμο με τη συμπαγή μορφή. Το κενό είναι ένα πιθανό κάτι που όσο δεν το προσεγγίζουμε οδηγεί σε ένα μοιραίο, αργό θάνατο, ανυπαρξία, αποδόμηση που μόνο όταν το προσεγγίσουμε, το κατανοήσουμε θα μπορέσουμε να το αναπλάσουμε και να το αναπαράγουμε σε ένα χειροπιαστό κάτι, σε ένα νόημα που θα έχει μια δημιουργική χροιά.

«Το Κομμάτι που λείπει έμεινε πάλι μόνο του. Για πολύ καιρό απλώς καθόταν… Μετά σιγά-σιγά, σηκώθηκε στη μια του γωνία …και έπειτα σωριάστηκε πάλι. Μετά, σήκω-τράβα-πέσε… άρχισε να προχωράει. Σύντομα οι γωνίες του άρχισαν να στρογγυλεύουν. Σήκω-τράβα-πέσε, σήκω-τράβα-πέσε. Και το σχήμα του άρχισε να αλλάζει και συνάμα να τινάζεται αντί να σέρνεται και έπειτα να αναπηδάει αντί να τινάζεται και στο τέλος να κυλάει αντί να αναπηδάει… Δεν ήξερε προς τα που πήγαινε, και δε το ένοιαζε. Κυλούσε!»


Προτεινόμενη βιβλιογραφία

Σελ Σιλβερσταιν, (1998). Το κομμάτι που λείπει συναντά το Μεγάλο Ο. Eκδόσεις ΔΩΡΙΚΟΣ

Οδυσσέας Ελύτης, (2008).  Ποίηση. Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ