Κείμενο: Νεκταρία Τσοπανέλη
Φοιτήτρια Ψυχολογίας

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Ίσως έφταιγε ο καιρός
Κάτι σαν φθινοπωρινός
και λίγο σαν χαμένος.

Κ. Δημουλά

Σου γράφω και όλο σου γράφω, μα ακόμα έχω την ανάγκη να τακτοποιώ τα συρτάρια της ύπαρξής μου πάνω στο χαρτί σου˙ άλλωστε είναι λευκό, καθαρό και πρόθυμο να μου δείξει κάθε κουκκίδα μου. Είναι βράδυ Πέμπτης αργά κι εγώ απολαμβάνω μια κούπα ζεστό καφέ, μια συνήθεια που από ανάγκη για αγρύπνια σε ώρες διαβάσματος ξεκίνησε και από ανάγκη παρέας συνεχίζει να ζει. Το ζεστό νερό μέσα μου τις ώρες που κρυώνω είναι φιλεύσπλαχνο και με ζεσταίνει, κάτι σαν να με παρηγορεί. Και απόψε κρυώνω. Ενώ η καφεΐνη μου ενισχύει την πεποίθηση πως  δεν θα πάψω ποτέ να ανησυχώ, πως θα χρειαστεί να διανύσω πολλά χιλιόμετρα για να καταφέρω να φύγω από τον εαυτό μου, τον δαιδαλώδη, αχανή και άπατο εαυτό μου. Πάντα μου ανήσυχη, προβληματισμένη για το ένα ή το άλλο, σκεπτική όταν οι άλλοι χαλαρώνουν και συχνά μόνη στην αναζήτηση των απαντήσεων, σου γράφω για να δω ποια τώρα είμαι. Άλλαξα γυαλιά, πήρα ένα καινούργιο ζευγάρι με κόκκινο σκελετό. Με την ίδια άνεση επιτρέπω στον εαυτό μου να αλλάζει, όπως αλλάζουν κι οι εποχές μας, φυσικά και αβίαστα.

Έχει έρθει κιόλας το φθινόπωρο. Ο καιρός τη μέρα αμφιταλαντεύεται ακόμα για τον άνεμό του αν τον θέλει χειμωνιάτικο ή καλοκαιρινό, κάνοντάς τον έτσι να πνέει πιο γοητευτικός, όπως κάθε τι που σε κάνει να αμφιβάλλεις. Μα τα βράδια σταθερά ο καιρός είναι κρύος και απόψε έξω από το παράθυρό μου είναι υγρός, αφήνοντας τα σημάδια του στο τζάμι μου σαν έργο τέχνης κάποιου μελαγχολικού και ρευστού καλλιτέχνη. Οι ήχοι γίνονται όλο και πιο αργοί και διακριτικοί, με κάθε σταγόνα να πέφτει όλο και πιο μπάσα και να ξεπλένει τη σκόνη στο περβάζι και τη σκόνη στον δρόμο κάτω από το σπίτι. Παρατηρώ το γάτο μου που προσπαθεί μάταια και ανόητα να αγγίξει τις σταγόνες της βροχής έξω από το τζάμι και νιώθω την ίδια αγωνία και απορία να αγγίξω τις δικές μου σταγόνες που θα με καθαρίσουν, θα με εξαγνίσουν και θα με αναγεννήσουν.

Εδώ και λίγες εβδομάδες έχω απομονωθεί από τους παλιούς μου φίλους. Περπατάω ώρες στους δρόμους της πόλης, διαβάζω βιβλία και βλέπω ταινίες. Έχω αποφασίσει να σταματήσω να έχω ένα οποιοδήποτε αύριο ίδιο με το χθες. Επιδιώκω αλλαγή μα αλλόκοτα την προσεγγίζω, με άγνοια και πρόθεση ανοιχτή. Στριμωγμένη απ’ την ελευθερία μου, δεν ξέρω πού πηγαίνω, πού θέλω να πηγαίνω και τι θέλω ούτε καν ξέρω γιατί αποχωρώ από όπου ανήκω. Μα αλήθεια το πιστεύω πως σε λίγο, να! Θα ακούσω το κλάμα του μωρού που γεννιέται  και θα πω πως κάτι συμβαίνει. Το πιστεύω και το ελπίζω… Όμως απόψε με ενοχλεί η σιωπή της απομόνωσής μου.

Όσο σου γράφω, δίπλα μου έχω ένα κουτάκι που όλο μου αποσπάει την προσοχή. Εδώ μέσα έχω φυλαγμένα τα σκουλαρίκια που έχω χάσει το ζεύγος τους και δεν μπορώ πια να τα φορέσω μόνα. Δεν ξέρω γιατί τα κρατάω αλλά υποψιάζομαι πως κάθε ένα, πολύχρωμο, απλό, μακρύ ή φαντεζί μου θυμίζει και κάτι, μια εποχή μου, μια ιστορία ή έναν εαυτό μου που υπήρξα. Θέλω πολύ να το ανοίξω αυτό το κουτάκι. Πάνω από αυτό έχω κρατημένο ένα χαρτάκι κίτρινο. Η σημείωση έχει τον εξής διάλογο πάνω:

– Πού βρίσκεται η αγάπη, Άρη; Πιάνεται;

– Μα βέβαια. Μπορείς να την αγγίξεις.

– Μα πού;

– Στην αγκαλιά μας.

Πόσο μελοδραματικοί γινόμαστε ως ερωτευμένοι, λες και διοχετεύουμε στον μεγάλο έρωτά μας όλες τις υπαρξιακές ανησυχίες μας, καθώς ο άλλος γίνεται η ιδανική αφορμή γι’ αυτές και τροφή πλούσια! Νομίζω πως απόψε, που όλα είναι κάπως μουντά, τον νοσταλγώ, όπως νοσταλγούμε μια μεγάλη ιδέα ή την αθωότητά μας, με λαχτάρα. Ο Άρης ανήκε σε ό,τι άφησα πίσω μου στο όνομα της ανακαίνισης του εαυτού που επεδίωκα, η σχέση μου όμως μαζί του δεν μπορεί να πάψει να υφίσταται, να μη με ακολουθεί. Ακόμα και τώρα, μετά από την τελευταία κουβέντα του: «Εγώ σ’ αγαπώ, θα τα πούμε όταν ξαναμπορέσεις» και την βαθιά σιωπή μου έπειτα, βιώνω τη σχέση μας πιο ζώσα από ποτέ, την παρουσία του γεμάτη όπως πάντα σε περίγραμμα και περιεχόμενο, ακόμα και τώρα που η φυσική απουσία του με μελαγχολεί. Πολλή σιωπή χωρίς εκείνον.

Δες τι θυμήθηκα τώρα! Στις τελευταίες μας διακοπές σε ένα νησί του Αιγαίου, ένα βράδυ γλυκό και απαλό, ανέμελοι εμείς περπατούσαμε στη ζεστασιά του καλοκαιριού και βαδίζαμε στα στενά καλντερίμια του χωριού. Περνώντας από μια πλατεία αργά πια, περασμένη ώρα, τότε που όλοι οι τουρίστες μαζεύονταν και οι δρόμοι άδειαζαν, περάσαμε δίπλα από έναν μίμο, ο οποίος με θλιμμένο το βλέμμα είχε γονατίσει πίσω από μία κολόνα και ξέβαφε μηχανικά και σχολαστικά το κατάλευκο πρόσωπό του και τα χέρια του που κι αυτά ήταν καλυμμένα με χρώμα ασβέστη. Τα φώτα γύρω από τα μαγαζιά άρχισαν να σβήνουν και φώτιζαν τον μίμο μόνο οι λάμπες του δρόμου. Η στάση και η κίνησή του δεν είχαν να προσδώσουν τίποτα στον ίδιο. Όμως εκείνα τα μάτια του, χωρίς να ήταν μάτια όμορφα, είχαν βλέμμα όμορφο και παράλληλα βαθιά θλιμμένο κι απογοητευμένο. Λες πως εκείνος ο ψηλός και γυμνασμένος άντρας, ο ασκημένος στη σιωπή, απογοητεύτηκε από τα το άδειο από κέρματα καπέλο του στο πάτωμα, λες και απογοητεύτηκε που κανείς δεν κατάλαβε τη σιωπή του ή που του ξέφυγε η πεταλούδα. Τότε με τον Άρη, περνώντας από κοντά του κοιταχτήκαμε επιβεβαιώνοντας την κοινή παρατήρησή μας αλλά δεν σχολιάσαμε τίποτα για εκείνον και τη θλίψη του, ίσως από σεβασμό στη δική του λύπη. Την επόμενη στη θάλασσα κάναμε τόσα σενάρια για εκείνον. Μα αυτό που πολύ μας απασχόλησε ήταν η σιωπή που μπορούσε και κατάφερνε με επιτυχία για ώρες στημένος στους δρόμους.

Απόψε οι συνειρμοί μου τρέχουν σαν τρελά φορτηγά. Θυμάμαι τον μίμο και την κραταιά σιωπή του για να πάρω κουράγιο για τη δική μου επιλογή και άσκηση στην ησυχία. Λένε πως «σιωπάς για να ακούγεσαι». Αυτό προσπαθώ κι εγώ. Να ησυχάσω τις σχέσεις μου, τις σκέψεις μου, τον λόγο μου μήπως και καταφέρω και με ακούσω καλύτερα, μήπως και καταφέρω να αφουγκραστώ τους κοχλασμούς της λάβας που έχω στον πυρήνα μου. Μα τι δυσκολοκατάκτητη που είναι αυτή η δύναμη όμως! Μέχρι να την πιάσεις, σκέτη πνιγμονή στον λαιμό σου κάθεται. Μα μετά, με τη δύναμη της ταπεινότητας που σου χαρίζει, απαλλάσσεσαι από τη στενοχώρια. Το χάσμα ανάμεσα σε αυτό που έχεις και αυτό που επιθυμείς, στενός χώρος που σε καταπίνει, μικραίνει. Και είναι τότε που κάνεις πάλι εμπιστοσύνη στη ζωή και ξανοίγεσαι και απλώνεσαι πιο έτοιμος πια ακόμα και για τα ίδια λάθη.

Κουράστηκα κάπως να σου λέω πια για εκείνα και για όλα αυτά εδώ. Ίσως να φταίει και ο καιρός. Με τη βροχή βαραίνει το χώμα και μας τραβάει και εμάς προς τα κάτω. Απ’ την υγρασία και η αναπνοή δυσκολεύεται και κουράζει. Μαζί με τη φύση πορεύομαι ακολουθώντας τους κανόνες της για το φθινόπωρο. Λειτουργώντας στους δρόμους της αποδόμησης και της αναδόμησης όπως τα φύλλα των δέντρων κίτρινα, κεραμιδιά και πορτοκαλένια πέφτουν στη βρεγμένη γη και γίνονται λίπασμα με την αποδόμησή τους, έτσι κι εγώ αποβάλλω ό,τι περιττό κουβαλάω, αναλύομαι, αποσυνθέτω τα κομμάτια μου, μήπως και καταφέρω να βρω το όλο μου και τελικά επανασυντίθεμαι. Κάτι βράδια όμως σαν το αποψινό, που σιωπές με αφήνουν μόνη αγκαλιά με αναμνήσεις και νοσταλγίες, εύχομαι αυτό να είναι το τελευταίο «φθινόπωρο» της ψυχής μου. Ωστόσο το πρωί που θα ξυπνήσω μέσα από τη ζεστασιά του κρεβατιού μου, ίσως πιο ψύχραιμη και λιγότερο μόνη μετά από τον ύπνο που μου επιστρέφει τον εαυτό μου παιδί, ίσως να εύχομαι πολλά τελευταία φθινόπωρα στη διψασμένη ψυχή μου, ώσπου να παύσουν οι διπρόσωποι μονόλογοι και να ισορροπήσουν τα άκρα μου.

Σε φιλώ.

Λυδία


Προτεινόμενη Βιβλιογραφία:

Δημουλά, Κ. (1997). Το λίγο του κόσμου. Ποίημα: Βαθιά αύλαξ. Αθήνα: Στιγμή.