Άρθρο: Πάνος Ροκίδης
Εκπαιδευόμενος Ψυχοθεραπευτής

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Σε αυτό το άρθρο θα γίνει μια προσπάθεια να παρουσιαστεί το προσωποκεντρικό μοντέλο της ψυχικής υγείας και ψυχοπαθολογίας που προτείνει η Margaret Warner. Χωρίς να παρεκκλίνει από τις βασικές αρχές της προσωποκεντρικής προσέγγισης που θεμελίωσε ο Carl Rogers, η Warner συγκρότησε ένα θεωρητικό και θεραπευτικό μοντέλο που συνδέει την ψυχοπαθολογία με τις θεμελιώδεις αρχές της προσέγγισης. Η πρότασή της βασίζεται στη θεωρία προσωπικότητας του Rogers κι έχει εφαρμογή στην αγωγή ακόμα και των πιο βαριών ψυχικών διαταραχών (Warner, 2017).

Στη διαμόρφωση της θεωρίας της προσωπικότητας και ανάπτυξης, ο Rogers άντλησε τις πηγές του: α) από την παρατήρηση των πελατών και των σπουδαστών του β) από τον τομέα της φαινομενολογίας, που θεωρεί ότι η ανθρώπινη ύπαρξη μπορεί να κατανοηθεί αποκλειστικά και μόνο σε σχέση με το πώς ο κάθε άνθρωπος βιώνει τον κόσμο του και γ) από τις ιδέες της ανθρωπιστικής σχολής, σύμφωνα με την οποία τα ανθρώπινα όντα έχουν τη φυσική προδιάθεση για ανάπτυξη και πραγμάτωση. Η θεωρία προσωπικότητας της προσωποκεντρικής προσέγγισης προέκυψε από/και ακολούθησε τη θεωρία θεραπείας. Συχνά ο Rogers αναφέρεται στο έργο του ως «θεωρία προσωπικότητας και θεραπείας» (Ιωσηφίδη & Ιωσηφίδης, 2002, σελ. 198).

Ακρογωνιαίος λίθος για την προσωποκεντρική προσέγγιση αποτελεί η Τάση Πραγμάτωσης. Ο Rogers όρισε την Τάση Πραγμάτωσης ως την εγγενή προδιάθεση του οργανισμού να αναπτύξει το σύνολο των δυνατοτήτων του για την επιβίωση, την ανάπτυξη, την ενίσχυση και τη διαφοροποίησή του. Η τάση πραγμάτωσης βρίσκεται σε στενή σχέση με την Οργανισμική Διαδικασία Αξιολόγησης. Η οργανισμική διαδικασία αξιολόγησης αναφέρεται στο χαρακτηριστικό του οργανισμού να αξιολογεί θετικά τις εμπειρίες που εξυπηρετούν τον οργανισμό και συνοδεύονται από συναισθήματα ικανοποίησης. Αντίστοιχα, αξιολογεί αρνητικά τις εμπειρίες που προκαλούν δυσαρέσκεια και δε βοηθούν στην εξέλιξή του (Rogers, 1951).

Στα πρώτα στάδια της ζωής του το παιδί δεν ξεχωρίζει ποιο είναι το ίδιο. Aποτελεί ένα συμπαγές σύνολο στο οποίο δεν υπάρχει διαφοροποίηση ανάμεσα στο «εγώ» και στο «όχι εγώ», στο «εμένα» και στο «όχι εμένα». Καθώς μεγαλώνει, αρχίζει να αναδύεται ο Εαυτός που είναι σε θέση να ξεχωρίζει τις εμπειρίες που αφορούν το ίδιο και τις εμπειρίες που αφορούν τους άλλους.

Μαζί όμως με τον αναδυόμενο Εαυτό, στο τοπίο μπαίνει και η ανάγκη του για Θετική Αποδοχή και αναγνώριση από τους άλλους ανθρώπους της ζωής του. Η επιθυμία του να προκαλέσει θετικό αντίκτυπο στο εμπειρικό πεδίο ενός άλλου ατόμου. Η ανάγκη να επιβραβευθεί και η συμπεριφορά του να γίνει αποδεκτή από το περιβάλλον του. Σε σπάνιες περιπτώσεις το παιδί ενδέχεται να βιώσει την άνευ όρων θετική αποδοχή για όλο το φάσμα των εμπειριών του, ακόμα για παράδειγμα και όταν είναι κακότροπο ή δύσθυμο. Στις περισσότερες όμως περιπτώσεις το περιβάλλον θέτει όρους ως προς το ποιες συμπεριφορές του θα γίνουν αποδεκτές και ποιες όχι  (Rogers, 1959).

Το παιδί συνειδητοποιεί ότι κάποιες συμπεριφορές του προκαλούν θετικά συναισθήματα στους γύρω του, τα οποία του τα επιστρέφουν με εκδηλώσεις αγάπης, μια καλή κουβέντα ή ένα μπράβο. Κάποιες άλλες συμπεριφορές του έχουν δυσάρεστο αντίκτυπο με τις ανάλογες αντιδράσεις προς αυτό, όπως η επίπληξη ή η τιμωρία.

Έτσι φιλτράρει τη συμπεριφορά του σύμφωνα με  αυτά που γίνονται αποδεκτά από τους φροντιστές και γενικότερα τις προϋποθέσεις που θέτει το περιβάλλον και σχηματίζει τους «όρους αξίας». Σύμφωνα με τον Rogers οι όροι αξίας (conditions of worth) καταλαμβάνουν και υπερκαλύπτουν τη φυσική κι εγγενή τάση του ανθρώπινου οργανισμού να βιώνει και να διαχειρίζεται τις εμπειρίες της ζωής. Οι όροι αξίας ενδοβάλλονται από το άτομο κατά την παιδική ηλικία κι έτσι σχηματίζεται η εξωτερική εστία αξιολόγησης. Το άτομο δε βασίζεται πλέον στη δική του εσωτερική εστία αξιολόγησης για τη διαχείριση των εμπειριών και την κατεύθυνση της συμπεριφοράς του (Ιωσηφίδη & Ιωσηφίδης, 2002). Το τιμόνι της ζωής του φαίνεται να το κρατούν οι άλλοι και όχι το ίδιο. Δεν αφομοιώνει τις εμπειρίες του εντάσσοντας τες στη δομή του εαυτού του κι έτσι προκύπτει ένα χάσμα ανάμεσα στην εμπειρία και τον εαυτό, το οποίο ο Rogers ονόμασε ασυμφωνία και είναι η κύρια αιτία ανάπτυξης μορφών ψυχοπαθολογίας (Rogers, 1951).

 

TO MONTEΛΟ ΤΗΣ MARGARET WARNER

Για τη Warner, ωστόσο, περιπτώσεις έντονης ψυχικής δυσφορίας (όπως αυτές που προκαλεί μια σεξουαλική κακοποίηση στην παιδική ηλικία, ένας σοβαρός τραυματισμός στον εγκέφαλο, η άνοια ή η σχιζοφρένεια) δεν μπορούν να εξηγηθούν αποκλειστικά και μόνο από την ενδοβολή των όρων αξίας. Και σε αυτό το σημείο προκύπτει ένα θεωρητικό δίλημμα. Η εσωτερίκευση των αξιών των σημαντικών άλλων, για να εισπραχθεί η πολυπόθητη θετική αποδοχή, αφορά έναν περιορισμένο αριθμό των πελατών.

Η Warner προτείνει, χωρίς να εγκαταλειφθεί η αξία της αρχικής θεωρίας του Rogers,  να προστεθεί η ανάπτυξη νέων σχημάτων που να έχουν σχέση με τον τρόπο επεξεργασίας των βιωμάτων και τη συνοχή του εαυτού. Επιπρόσθετα στους όρους αξίας του Rogers (1951) και στις πυρηνικές συνθήκες της προσωποκεντρικής προσέγγισης (ενσυναισθητική κατανόηση του πελάτη, άνευ όρων θετική αποδοχή του πελάτη, συμφωνία/αυθεντικότητα του θεραπευτή) το μοντέλο της Warner δίνει έμφαση στον ιδιαίτερο τρόπο που το κάθε άτομο επεξεργάζεται τα βιώματά του. Αρχικά τα βρέφη είναι απολύτως εξαρτημένα από τους ενήλικες και στη σχέση τους με αυτούς για να διαχειριστούν τις εμπειρίες τους. Έχουν ανάγκη την υποστηρικτική παρουσία των φροντιστών τους προκειμένου να αποφευχθούν σωματικά ή ψυχικά τραύματα. Η σχέση δεσμού ανάμεσα σε παιδί και ενήλικα παρέχει το «περιβάλλον για την εξελικτική προσαρμοστικότητα» (environment for evolutionary adaptedness) που είναι τόσο σημαντική για τη φυσιολογική ανθρώπινη ανάπτυξη. H σχέση συμπεριλαμβάνει τη φυσική φροντίδα σε συνδυασμό με τις πυρηνικές συνθήκες του Rogers. Όπως οι πνεύμονες του νεογέννητου μετά τον τοκετό χρειάζονται το οξυγόνο για να λειτουργήσουν πλήρως, έτσι και τα βρέφη προσδοκούν και απαιτούν τη σταθερή και τρυφερή παρουσία ενήλικων φροντιστών για να εξελιχθούν σε πλήρως λειτουργικά άτομα. Ενήλικες και παιδιά φαίνεται να είναι γενετικά προδιατεθειμένα να συνάπτουν τέτοιες σχέσεις. Τα βρέφη όπως έχουν ανάγκη να τους πάρει αγκαλιά η μαμά τους όταν κλαίνε, έτσι ακριβώς έχουν την ανάγκη η μαμά να «κρατήσει» μια ποικιλία άγνωστων για αυτά βιωμάτων, να τους ονομάσει το βίωμα και να μετριάσει την έντασή του. Μέσα από τη σχέση τους με έναν πράο και καλοκάγαθο ενήλικα τα παιδιά σιγά σιγά αναπτύσσουν την ικανότητα να «κρατήσουν», να ονομάσουν και να μετριάσουν την ένταση και των υπόλοιπων εμπειριών στο διάβα της ζωής τους, με περισσότερο ή λιγότερο αυτόνομο τρόπο. Η ικανότητα αυτή σε συνδυασμό με την ανάπτυξη των γνωστικών ικανοτήτων τους δίνει στα παιδιά την ευκαιρία να μπορούν να κατανοούν το βίωμα και την εμπειρία των άλλων, χωρίς να χάνουν την αίσθηση του ίδιου τους του εαυτού (Warner, 2017).

Τα άτομα ενδέχεται να αντιμετωπίσουν τη διαδικασία της επεξεργασίας των εμπειριών τους με δυσκολία όταν η βιολογική και η ψυχολογική ανάπτυξη των δυνατοτήτων τους παρακωλύεται από διάφορους παράγοντες. Η Warner, μέσα από την εμπειρία της ως προσωποκεντρική θεραπεύτρια, διέκρινε τρία είδη δύσκολων διαδικασιών επεξεργασίας των εμπειριών:

  1. Fragile process / Εύθραυστη διαδικασία

Τα άτομα με εύθραυστη διαδικασία έχουν στερηθεί στην παιδική τους ηλικία την ενσυναισθητική φροντίδα που είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη των δυνατοτήτων επεξεργασίας εμπειριών. Οι πελάτες με εύθραυστη διαδικασία δυσκολεύονται να διατηρήσουν τα βιώματα στην εστία της προσοχής τους σε ένα μέτριο επίπεδο έντασης. Ως αποτέλεσμα βιώνουν πυρηνικής σημασίας εμπειρίες είτε σε εξαιρετικά υψηλή είτε σε εξαιρετικά χαμηλή ένταση. Προσωπικές εμπειρίες που είναι σημαντικές για αυτούς ή που προϋποθέτουν συναισθηματική σύνδεση αδυνατούν να τις ξεκινήσουν ή να τις σταματήσουν. Συχνά νιώθουν δυσφορία ή και ντροπή για τον τρόπο που λειτουργούν. Εξαιτίας της δυσκολίας τους να διατηρήσουν τις δικές τους εμπειρίες και να παραμείνουν σε αυτές με προσοχή και μέτρια ψυχική ένταση, δυσκολεύονται να αντιληφθούν την οπτική γωνία ενός άλλου ατόμου χωρίς να νιώσουν ότι η δική τους εμπειρία εκμηδενίζεται. Αδυνατούν να ενσυναισθανθούν. Στις προσωπικές τους σχέσεις τα άτομα με υψηλής έντασης εύθραυστη διαδικασία συχνά νιώθουν ότι παραβιάζονται και παρεξηγούνται από τους άλλους, οι οποίοι τα βλέπουν ότι είναι συνέχεια θυμωμένα χωρίς λόγο, ευέξαπτα και πεισματάρικα. Αυτό δικαιολογείται εάν σκεφτούμε ότι έχουν την ανάγκη να υπερασπιστούν την εμπειρία τους, γιατί φοβούνται ότι θα εξολοθρευθεί από τους υπόλοιπους. Ο φαύλος κύκλος συνεχίζεται με τους υπόλοιπους να θυμώνουν και να τους απορρίπτουν ενισχύοντας την πεποίθηση των ατόμων ότι υπάρχει κάτι θεμελιωδώς λάθος με το βίωμά τους. Αντιθέτως άτομα με χαμηλής έντασης εύθραυστη διαδικασία παραιτούνται από την προσπάθεια σύνδεσης ή έκφρασης των προσωπικών συμπεριφορικών τους αντιδράσεων, με αποτέλεσμα να νιώθουν ένα κενό μέσα τους. Τα άτομα σε εύθραυστη διαδικασία —και ιδιαίτερα εν μέσω μιας κρίσης— αναρωτιούνται εάν ο τρόπος που βιώνουν τον εαυτό τους είναι εντάξει. Στη θεραπεία μπορούν να βοηθηθούν μόνο με την ευαίσθητη στάση, την ενσυναισθητική εγγύτητα και την αποδοχή του θεραπευτή, από την οποία θα απουσιάζουν ερμηνείες, παρεμβάσεις, συμβουλές ή καθοδηγήσεις που θα εντείνουν την ευθραυστότητα (Warner, 2000).

 

  1. Dissociated process / Αποσυνδετική διαδικασία

Το τελευταίο διάστημα και στην Ελλάδα, με το κίνημα του metoo, ακούσαμε αφηγήσεις ανθρώπων που όταν υπέστησαν σεξουαλική κακοποίηση, προκειμένου να προστατευθούν από την κατακλυσμικά επώδυνη εμπειρία, ένιωσαν σαν να αποσυνδέονται από τον εαυτό τους. Αρκετά θύματα σωματικής ή σεξουαλικής βίας περιγράφουν ότι βίωσαν μια εξωσωματική εμπειρία και ήταν σαν να παρατηρούσαν το τραυματικό γεγονός από ψηλά. Για άλλους —και ακριβώς επειδή η εμπειρία είναι τόσο δύσκολα να βιωθεί από τους ίδιους— επικεντρώνονται σε ένα σημείο ή αντικείμενο και είναι τέτοια η αποσύνδεση, που μοιάζει σαν να ζει την κακοποίηση κάποιος άλλος. Πολύ συχνά το επώδυνο γεγονός διαγράφεται από τη μνήμη οριστικά.

Οι πελάτες με αυτή τη διαδικασία κατά διαστήματα βιώνουν τον εαυτό τους σαν να αποτελούνται από διαφορετικούς εαυτούς, οι οποίοι δεν έχουν καμμιά επικοινωνία μεταξύ τους και είναι ξεκομμένοι ο ένας από τον άλλον. Το άτομο ενδέχεται να διανύσει διαστήματα μη συνειδητοποιώντας καν ποια πτυχή του κυριαρχεί. Οι πτυχές αναδεικνύονται συνήθως σε στιγμές κρίσης, εκφράζονται σαν να ήταν παρούσες από πάντα χωρίς το άτομο να έχει συνείδηση αυτών. Είναι άτομα πολυάσχολα με ζωές περιορισμένες. Σύμφωνα με την Warner άτομα με διασχιστική διαδικασία κατά την παιδική τους ηλικία βίωσαν έντονο ψυχικό τραύμα ή η σχέση δεσμού τους είχε διαρρηχθεί. Οι τραυματικές εμπειρίες και μάλιστα εν απουσία υποστηρικτικού ενήλικα ωθούν το άτομo να μεταβεί σε καταστάσεις ύπνωσης  (trance-like) προκειμένου να ανταπεξέλθει στον συναισθηματικό πόνο, γιατί εάν τυχόν και αφηνόταν να τον βιώσει, φοβάται ότι θα αφανιστεί/καταστραφεί. Στην ενήλικη ζωή οι διαφορετικές πτυχές αναδύονται, όταν για διάφορους λόγους τραυματικές μνήμες απειλούν να επιστρέψουν. Κι εδώ στη θεραπευτική διαδικασία η κοντινή, διακριτική, αποδεκτική και ενσυναισθητική στάση του θεραπευτή θα τους βοηθήσει να συνδέσουν και να εντάξουν τα αποκηρυγμένα κομμάτια του εαυτού τους και να θεραπευτούν (Warner, 2005).

 

  1. Psychotic process/Ψυχωτική διαδικασία

Άτομα με ψυχωτική διαδικασία δυσκολεύονται να δημιουργήσουν αφηγήματα των εμπειριών τους που να βγάζουν νόημα για αυτούς και το περιβάλλον τους. Διακρίνονται από έλλειψη λογικής σκέψης, κοινωνικά μη αποδεκτές συμπεριφορές, έχουν συχνά παράνοιες, παραισθήσεις, ακούνε φωνές, κ.ά. Οι αιτίες για τις ψυχωτικές διαδικασίες μπορεί να οφείλονται σε γενετικές ανωμαλίες, προγεννητικές επιπλοκές, οργανικές ασθένειες ή και ακραία αγχογόνες καταστάσεις (Warner, 2000).

Ο Prouty υποστηρίζει ότι αυτά τα άτομα έχουν καταστροφική επαφή με τον εαυτό τους, τον κόσμο και τους άλλους και ως προσωποκεντρικός θεραπευτής ανέπτυξε έναν θεραπευτικό μοντέλο εργασίας μαζί τους που το ονόμασε Προ-Θεραπεία (Pre-Therapy). Η Pre-Therapy του Prouty απαρτίζεται από βασικές αποκρίσεις επαφής (λέξη προς λέξη, σωματικές, περιβάλλοντος, επαναληπτικές) για να μείνει η επαφή, η οποία δεν είναι δεδομένη με τα ψυχωσικά άτομα (Prouty, 2001).

Η ψυχολογική επαφή αποτελεί και την πρώτη από τις έξι συνθήκες του Rogers, που εάν είναι παρούσες, τότε αυτές είναι αρκετές για να προάγουν τη διαδικασία της εποικοδομητικής αλλαγής της προσωπικότητας (Rogers, 1957).

H Warner προτείνει την Pre-Therapy στη θεραπεία με τα άτομα σε ψυχωτική διαδικασία και θεωρεί, όπως και ο Prouty, ότι οι αντανακλάσεις επαφής, αποκαθιστούν για αυτά τα άτομα την επαφή με την πραγματικότητα. Στην εύθραυστη διαδικασία, όπως αναφέρθηκε παραπάνω ο πελάτης δυσκολεύεται να μείνει με την εμπειρία του. Στην ψυχωτική διαδικασία η επιπλέον δυσκολία είναι ότι μπορεί να υπάρχουν γνωσιακές ελλείψεις και πιεσμένες γνωστικές λειτουργίες. Μέσα από την εμπειρία της η Warner είδε ότι η ενσυναίσθηση, η αποδοχή, η κοντινότητα του θεραπευτή μπορεί να βοηθήσει και α) να μετατραπούν οι παραισθήσεις και να αναδυθούν μνήμες β) ακατανόητες λέξεις και προτάσεις να αποδειχθούν ότι έχουν προσωπική σημασία και γ) οι εμπειρίες του ατόμου σε ψυχωσική διαδικασία να συνδεθούν με την πραγματικότητα και να αποκτήσουν ρεαλιστική διάσταση (Warner, 2007).

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Σύμφωνα με τη Warner οι πελάτες με δύσκολες διαδικασίες συχνά διαγιγνώσκονται ως ναρκισσιστικές προσωπικότητες ή ως μεταιχμιακές ή με πολλαπλές προσωπικότητες. Οι διαγνώσεις, αν και μπορεί να έχουν μια περιγραφική αξία, υπεραπλουστεύουν την κατάσταση και διαστρεβλώνουν την πραγματική κατάσταση του πελάτη (Warner, 2005). Η Warner επισημαίνει ότι οι πυρηνικές συνθήκες μπορεί να λειτουργήσουν θετικά και με τους πελάτες με δύσκολη διαδικασία (Warner, 2006).  Στα μακροπρόθεσμα οφέλη έχει δει ότι:

  • οι πελάτες μένουν συνδεδεμένοι με την εμπειρία χωρίς να αισθάνονται ότι κατακλύζονται από αυτήν
  • μιλούν σε άλλους, εκτός θεραπείας χωρίς να νιώθουν ντροπή για το βίωμά τους
  • μπορούν και αντιλαμβάνονται το πλαίσιο αναφοράς των άλλων και αποκτούν ενσυναίσθηση
  • αποκτούν την ικανότητα να αναπτύσσουν σχέσεις στην εργασία ή στην προσωπική τους ζωή που είναι δημιουργικές κι ευχάριστες (Warner, 2000)

 

Ορισμένοι θεραπευτές ωστόσο δυσκολεύονται στο έργο τους με τους δύσκολους πελάτες, ιδιαίτερα στο θέμα της ενσυναισθητικής κατανόησης. Μπορεί ακόμα και να διαστρεβλώσουν την κατανόησή τους για να τη φέρουν στα μέτρα τους και να την προσαρμόσουν, ώστε να αποκτήσει μια πιο «ομαλοποιημένη» εκδοχή σύμφωνη με τα πιστεύω τους και τις αρχές τους. Δεδομένης της ευαλωτότητας και της ντροπής που νιώθουν οι δύσκολοι πελάτες, αναφέρουν τις σημαντικές εμπειρίες τους με τρόπο έμμεσο και πολύ προσεκτικό. Εάν νιώσουν ότι δε γίνεται αποδεκτή η δυσκολία τους, πολύ πιθανό να εγκαταλείψουν την ελπίδα τους ότι θα αναπτύξουν μια αυθεντική επαφή κι έτσι να στερηθούν την ευκαιρία της επιδιορθωτικής σχέσης που αναφέρθηκε παραπάνω και που προσομοιάζει στην αυθεντική, υποστηρικτική και φροντιστική σχέση που όλοι οι άνθρωποι έχουν ανάγκη στην αρχή της ζωής τους. Στις εξαιρετικά εύθραυστες διαδικασίες η παράφραση και μόνο στις αποκρίσεις με ενσυναισθητικό ύφος, όπως οι αντανακλάσεις επαφής του Prouty, είναι αυτό που χρειάζονται για να μη νιώσουν ότι η εμπειρία τους αφανίζεται/μηδενίζεται (annihilated) (Warner, 2017).

Tέλος, δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι όταν οι πελάτες βρίσκονται εν μέσω μιας δύσκολης διαδικασίας υπάρχει αυξημένη πιθανότητα αυτοκτονίας, μεγάλη απόγνωση, ανικανότητα για δουλειά και λειτουργικότητα στην καθημερινότητά τους. Η Warner σημειώνει ότι για τους δυσκολεμένους πελάτες που βιώνουν εύθραυστη, αποσυνδεδεμένη ή ψυχωσική διαδικασία, η εμπειρία είναι τόσο αβάσταχτη και τόσο απειλητική για τη ζωή, όπως μια διάγνωση στο τελευταίο στάδιο ενός καρκίνου ή μια καρδιακή προσβολή (Warner, 2000).


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Ιωσηφίδη, Π. & Ιωσηφίδης, Ι. (2002). Η προσωποκεντρική προσέγγιση του Carl Rogers. Στο Γ.Α.Ποταμιάνος (Ed), Θεωρίες προσωπικότητας και κλινική πρακτική. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Prouty, G. F. (2001). The Practice of Pre-Therapy. Journal of Contemporary Psychotherapy, 31, (1), 31-40.

Rogers, C. (1951). Theory of Personality and Behaviour. In C. Rogers, Client-Centered Therapy. Its current practice, implications and theory.  London: Constable.

Rogers, C. (1957). The Necessary and Sufficient Conditions of Therapeutic Personality Change. Journal of Consulting Psychology, Vol.21, p. 95-103.

Rogers, C. (1959). A Theory of Therapy, Personality and Interpersonal Relationships as Developed in the Client-centered Framework. In (ed.) S. Koch, Psychology: A Study of a Science. Vol. 3: Formulations of the Person and the Social Context. New York: McGraw Hill.

Warner, M.S. (2000). Client-centered therapy at the difficult edge: Work with fragile and dissociated process. In Dave Mearns and Brian Thorne (Eds.), Person-Centred Therapy Today: New Frontiers in Theory and Practice. Thousand Oaks, USA: Sage.

Warner, M. S. (2005). A person-centered view of human nature, wellness and psychopathology. In S. Joseph. and R.Worsley (Eds.), Person-Centred Psychopathology. UK: PCCS Books.

Warner, M.S. (2006) Toward an integrated person-centered theory of wellness and psychopathology. Person-Centered and Experiential Psychotherapies (5)1, 4-20.

Warner, M.S. (2007) Lukes’s process: A positive view of schizophrenic thought disorder.’ In S. Joseph and R.Worsley, (Eds.), Person-Centred Practice: Case Studies in Positive Psychology. UK: PCCS Books.

Warner, M. (2017). A person-centred view of human nature, wellness and psychopathology. In S. Joseph. (Ed.) The handbook of Person-Centred Therapy and Mental Health. UK: PCCS books.