Κείμενο: Μελέτης Ζαχαράκης,
Επικοινωνιολόγος

Επιμέλεια: Μαρία Σουρτζή,
Φιλόλογος


Μια διπλωματική συμφωνία -σε πρώτο επίπεδο- προσπαθεί σε μια συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία να δώσει λύση σε ένα πρόβλημα. Σε δεύτερο όμως, έχει συνήθως αρνητικό ή θετικό αντίκτυπο για τους πολίτες μίας χώρας. Όπως μια χειραψία δηλώνει τις καλές ή κακές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, έτσι κι οι διακρατικές συμφωνίες ρυθμίζουν τα όρια και το πεδίο των διμερών σχέσεων.

Τις τελευταίες εβδομάδες του 2015, η συμφωνία μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας στοχεύει, όπως δηλώνεται, «να εξαρθρωθεί το επιχειρηματικό μοντέλο των διακινητών και να προσφερθεί στους πρόσφυγες μια εναλλακτική λύση ώστε να μη βάζουν σε κίνδυνο τη ζωή τους». Τα κράτη μέλη καλούνταν για πρώτη φορά σε μια οργανωμένη διπλωματική αντίδραση, για μια μάλλον ρύθμιση της αυξημένης προσφυγικής ροής προς την Ευρώπη.

Βάσει των συμφωνιών, οι εισερχόμενοι πρόσφυγες μέχρι την 20η Μαρτίου 2016 είχαν δυνατότητα μετεγκατάστασης ή επανένωσης με μέλη των οικογενειών τους σε κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή στην Ελβετία και την Νορβηγία. Είσοδος μετά την συγκεκριμένη ημερομηνία σήμαινε, ελάχιστες πιθανότητες παροχής καθεστώτος ασύλου στην Ευρώπη, με ρητή αναφορά της περίπτωσης ακόμα και προώθησης στην Τουρκία.

Εκείνη την χρονική συγκυρία ο Μοχάμεντ βρισκόταν μαζί με την μητέρα και τις ανήλικες αδελφές του στη Σμύρνη. Οδηγήθηκαν εκεί στην αρχή του πολέμου, όταν γλύτωσαν από θαύμα από τον βομβαρδισμό που έγινε δίπλα στο σχολείο τους. Τα λιγοστά τουρκικά που γνώριζαν, αλλά και η τέχνη του ράφτη που έμαθαν οικογενειακώς στη πόλη Νταράα, τους βοηθά να επιβιώσουν για αρκετό διάστημα στα απέναντι γειτονικά μας παράλια.

Ωστόσο, η κουρδική τους καταγωγή δεν ευνοεί τις συνθήκες για κοινωνική δραστηριότητα και ενσωμάτωση στη γείτονα. Το διαδίκτυο γίνεται η διασκέδαση αλλά και ο μόνος τρόπος επικοινωνίας με τα υπόλοιπα διασκορπισμένα δέκα μέλη της οικογένειάς τους. Έτσι, τυχαία ή ίσως και μοιραία, μέσα από μία εφαρμογή ο Μοχάμεντ γνωρίζει την Γιασμίν, την άλλοτε συμπατριώτισσά του. Μεταξύ τους αναπτύσσεται φιλία, όμως δεν καταφέρνουν να γνωριστούν από κοντά…

Ο χρόνος κυλούσε και έπρεπε να πάρουν το ρίσκο να φτάσουν στην Ελλάδα πριν τον Μάρτιο. Οι τοπικές συνθήκες δεν ήταν εξάλλου ευχάριστες, αλλά κυρίως ήταν αμφίβολο αν θα κατάφερναν με άλλον τρόπο να φύγουν από την Τουρκία. Φτάνουν λοιπόν στη Λέσβο με βάρκα με την βοήθεια διακινητών. Ευτυχώς, γρήγορα προωθούνται στην ηπειρωτική χώρα, αλλά οι ελληνικές παθογένειες τους καθηλώνουν για μέρες στο λιμάνι του Πειραιά. Εκεί, καταφέρνει να επικοινωνήσει ξανά με την Γιασμίν, όπου μαθαίνει ότι ξεκίνησε την ίδια διαδρομή με την δικιά της οικογένεια. Παρά τις δυσκολίες των συνθηκών επιβίωσης δίνουν κοινή υπόσχεση να κρατήσουν επικοινωνία.

Με διάφορους τρόπους φτάνουν στα βόρεια σύνορα της χώρας, όταν έμαθαν ότι ο περίφημος «ευρωπαϊκός δρόμος», που άκουγαν από τη Λέσβο ακόμα, ήταν πλέον κλειστός. Μπλοκαρισμένοι, παραμένουν αναγκαστικά εγκλωβισμένοι στον ατέλειωτο καταυλισμό της Ειδομένης. Έναν μήνα αργότερα, οι πολιτικές αποσυμφόρησης που εφαρμόστηκαν, τους οδηγούν σε οργανωμένους καταυλισμούς προσφύγων κοντά στην Αττική. Μετά τις απαραίτητες διαδικασίες εντάχθηκαν τελικά σε Πρόγραμμα Προσωρινής Στέγασης Προσφύγων στην πρωτεύουσα. Έτσι, έχοντας διανύσει εκατοντάδες χιλιόμετρα περιοδεύοντας από τόπο σε τόπο, ήταν πια φιλοξενούμενοι στο «δικό τους» διαμέρισμα.

Η οικογένεια της Γιασμίν -χωρίς να το ξέρει- έκανε με διαφορά λίγων ημερών το ίδιο δρομολόγιο με εκείνη του Μοχάμεντ. Τελικά, φιλοξενήθηκαν κι αυτοί σε διαμέρισμα σε μια γειτονιά του κέντρου της Αθήνας από το ίδιο Πρόγραμμα.

Η κατάσταση της ζωής τους είχε αρχίσει πλέον να ομαλοποιείται, κοινωνικά αλλά και ψυχολογικά. Οι συνθήκες στην Ελλάδα ήταν σαφώς καλύτερες. Οι δύο νέοι κατάφεραν να γνωριστούν και τελικά… να ερωτευτούν! Έναν χρόνο αργότερα ένας διαφορετικός «αρραβώνας» στην Αθήνα, επισημοποίησε το δέσιμο των δύο οικογενειών.

Μια Ευρωπαϊκή συνθήκη, ίσως άθελά της, έδωσε στο Μοχάμεντ και τη Γιασμίν την ευκαιρία να ονειρευτούν ή καλύτερα να ζήσουν τη ζωή τους. Σήμερα, ελεύθεροι με την ιδιότητα του αναγνωρισμένου πρόσφυγα ζούνε στη Γερμανία μαζί με τις οικογένειές τους.


Η φωτογραφία εξωφύλλου προέρχεται από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες.