Κείμενο: Αναστασία Μιχαήλ
Φωτογράφος

Επιμέλεια: Δάφνη Τσιουκανά
Φοιτήτρια


 

Αναπνοή.

Χτύπος.

Αναστεναγμός.

Επιβίωση.

Ζωή;

 

Καμιά φορά αναρωτιέμαι, γιατί όλη αυτή η εμμονή μας με το να «ζούμε» ή καλύτερα το να είμαστε «εν ζωή», το να αναπνέουμε, να χτυπάει καρδιά μας. Στο βωμό ενός χτύπου, ο άνθρωπος γονατίζει, προσεύχεται, παρακαλάει και θυσιάζει όλα τα υπόλοιπα. Για έναν άψυχο χτύπο που μπορεί να μην συνοδεύεται διόλου από ζωή, ή από οτιδήποτε μας χαρακτηρίζει ως ζωντανούς, οι περισσότεροι από εμάς θα δίναμε τα πάντα. Ο κόσμος όλος έχει χτιστεί γύρω από το να αναπνέουμε, αν δεν αναπνέεις, πέθανες και το να πεθάνεις είναι το χειρότερο που μπορεί να σου συμβεί. Έλα που όλοι, ή έστω οι περισσότεροι, ξεχνάνε κάτι πολύ σημαντικό. Το ότι αυτό που μας χαρίζει ο χτύπος, η αναπνοή, είναι το ότι έχουμε την ευκαιρία να υπάρχουμε και να έχουμε ζωή. Να είμαστε άνθρωποι χαρούμενοι, λυπημένοι, ζωντανοί. Αυτό μας χαρίζει η αναπνοή, ο κάθε χτύπος.

Είναι ένα μέσο , ένας τρόπος να ζούμε. Αν ο χτύπος δεν μπορεί να σου χαρίσει τίποτα από αυτά, αν η αναπνοή είναι μια απλή συντήρηση, αν ο άνθρωπος δεν νιώθει καν άνθρωπος, τότε το μέσο δεν έχει λόγο ύπαρξης. Το μέσο γίνεται μαρτύριο. Ο χτύπος, πόνος και ένα ανούσιο βασανιστήριο χωρίς τέλος.

Κάποιος είχε πει ότι «ο άνθρωπος παύει να ζει όταν του πάρεις την ελπίδα». Τότε μου φαινόταν μια όμορφη φράση με νόημα. Πλέον πιστεύω πως αυτή η φράση είναι η πιο τραγική αλήθεια που μπορεί κανείς να βιώσει και να κατανοήσει. Πώς είναι να ζείς ξέροντας ότι δεν θα ζήσεις; Πώς είναι να υπάρχεις χωρίς να νιώθεις άνθρωπος; Πώς είναι να μετράς αντίστροφα ελπίζοντας ή κάτι να αλλάξει ή ο χρόνος να επιταχύνει; Πως είναι να ζεις όντας νεκρός; Πώς είναι να υπάρχεις χωρίς ελπίδα;

Κρύο, όσο γράφω κρυώνω.

Κάνει τόσο κρύο.

Λένε ότι όταν σκεφτόμαστε το θάνατο κρυώνουμε, ότι φεύγει από πάνω μας η θερμότητα απλά και μόνο στη σκέψη.  Η σκέψη, απλά και μόνο η σκέψη σε μουδιάζει, σε παραλύει. Και δεν είναι καν για σένα τον ίδιο. Δυστυχώς, συχνά αναγκαζόμαστε να παρακαλάμε να φύγουν άνθρωποι που θα θέλαμε να έχουμε δίπλα μας για πάντα. Γιατί το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε έναν άνθρωπο, είναι να έχει πεθάνει, αλλά να αναπνέει. Να υπάρχει, αλλά να μην κινείται. Να αναπνέει, αλλά να μην ζει. Δυστυχώς δεν παύουμε να αναπνέουμε όταν παύουμε να ζούμε και να ελπίζουμε. Δυστυχώς η απόσταση αυτών των δύο μπορεί να είναι ώρες, μέρες ή και μήνες. Χρόνος σταματημένος, χρόνος μάταιος. Αυτές οι άψυχες αναπνοές, είναι που πονάνε περισσότερο να τις βλέπεις από οτιδήποτε, αυτές είναι που σε γονατίζουν. Αυτά τα «γιατί» και αυτά τα «πότε θα τελειώσει» είναι τα χειρότερα. Και αυτά δεν φεύγουν ποτέ από την μνήμη σου.

Αυτό ήταν το αρχικό κείμενο. Ξεκίνησα και έγραψα το παραπάνω πριν 2 βδομάδες σχεδόν. Πλέον έχει περάσει ήδη κάποιος καιρός. Ψέμα είναι το πάνω μέρος του κειμένου. Λόγια. Λόγια κρυμμένα πίσω από ένα τοίχος άρνησης και άγνοιας. Καλοντυμένες φράσεις με βάθος και νόημα. Ψεύτικες λέξεις – γιατί μία αναπνοή μπορεί να είναι τόσο σημαντική τελικά.  Ψέματα – γιατί όταν έγραφα το κείμενο δεν συνειδητοποιούσα τι συνέβαινε. Ψέμα – γιατί πάντα θέλεις λίγο χρόνο να νιώσεις τι έρχεται και να το συνειδητοποιήσεις. Τελικά, όταν ξεκίνησα, το κείμενο ήταν νωρίς για να γραφτεί. Και τώρα δεν ξέρω αν συνειδητοποιώ τι συμβαίνει. Είναι μόνο 2 βδομάδες μετά. Ο καρκίνος είναι τελικά αυτό που όλοι λένε. Είναι ένα τέρας που δεν αφήνει τίποτα πίσω του. Ό,τι πιο τρομακτικό. Ένα τέρας που δεν λογαριάζει τίποτα και κανέναν. Σε πιάνει, και το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να πολεμήσεις με όλη σου τη δύναμη. Για όσο καιρό χρειαστεί, και με όση δύναμη έχεις ή δεν έχεις, ελπίζοντας να ξεφύγεις.

Το χειρότερο;

Μπορεί να μην το νικήσεις το τέρας.

Τόσος κόπος για το τίποτα.

Τόσος κόπος για λίγο χρόνο ακόμα. Για λίγες αναπνοές.

Και γιατί τελικά;

Δεν θες να ζει έτσι το όποιο άτομο σου. Το βλέπεις να χάνεται μπροστά στα μάτια σου. Να φθίνει, να εξαϋλώνεται, να εξαφανίζεται σχεδόν. Πεθαίνεις και εσύ λίγο μαζί, αργά, δύσκολα, βάναυσα. Όχι γιατί απλά χάνεται, αλλά γιατί πάντα σε αυτό το άτομο που παλεύει μέχρι τελευταία στιγμή αντικατροπτίζονται όλα όσα φοβάσαι να χάσεις και ό,τι ελπίζεις να κρατήσεις. Ξέρεις όμως ότι δεν μπορείς. Το άτομο παύει να είναι ο εαυτός του, αλλά ταυτόχρονα είναι όλα όσα ήταν. Απλά σιωπηλά. Επίπονα. Έχεις όλο το χρόνο να συνειδητοποιήσεις τι σημαίνουν όσα συμβαίνουν, αλλά δεν είναι και πάλι αρκετός. Δεν έχεις περιθώρια για σοκ, άρνηση. Από τη μία, όλα γίνονται τόσο γρήγορα, αλλά από την άλλη, τόσο βασανιστικά αργά που δεν αντέχεις ούτε τη δική σου αναπνοή μετά από λίγο. Πονάει και αυτή.

Kούραση. Τόσο κούραση, γιατί;

Αυτή η αρρώστια είναι τόσο άθλια. Για το ίδιο το άτομο που φεύγει με τέτοιο τρόπο αλλά και για όλους όσους είναι κοντά του. Σε όποιον και να συμβαίνει, όποιον και να αγγίξει, του παίρνει τα πάντα. Όταν όμως γραπώνει νέα άτομα αυτό είναι λίγο πιο αφόρητο. Λίγο πιο άδικο. Και τόσο μα τόσο άσχημο. Αφόρητο. Κακό. Να το βλέπεις, να το βιώνεις, μα κυρίως να πρέπει να το χωνέψεις.

Τελικά έφτασα στο σημείο να κρατιέμαι και εγώ από λίγες αναπνοές. Τις ίδιες αναπνοές που ξεκινώντας να γράφω έλεγα ότι δεν έχουν νόημα. Να που τελικά δεν ήξερα. Δεν είχα καταλάβει. Είναι τόσο σημαντικές. Τόσο απερίγραπτα σημαντικές. Τελικά κρατιέμαι και εγώ από λίγες αναπνοές που τελειώνουν, και δεν έχω τρόπο να τις κρατήσω. Από λίγες αναπνοές που ελπίζω να μην είναι πολλές, αλλά ταυτόχρονα δεν μπορώ να χωνέψω ότι είναι τόσο λίγες. Από λίγες αναπνοές που νόμιζα ότι είναι πολλές. Δεν ήξερα. Δεν είχα καταλάβει πόσο γρήγορα τρέχει το τέρας. Πάντως πάλεψες. Και έζησες.

Και όλα αυτά γιατί;

Για να φτάσουμε να μην μπορείς καν να μας μιλάς.

Καλό ταξίδι. Θα σ’αγαπώ για πάντα, όσα χρόνια και να περάσουν. Θα είσαι πάντα εδώ, δίπλα σε κάθε στιγμή.

                                                                                                                 

                                                                                                                  Το κείμενο σταμάτησε να γράφεται στις 21/03.