Κείμενο: Μανώλης Νικόλτσιος
Δικηγόρος
Επιμέλεια: Μαρία Παπαστεφανάκη
Γλωσσολόγος


Το φλας δεν τον ξύπνησε. Ναι, δούλευε και το φλας. Όταν την αγόραζε ήταν μια λεπτομέρεια που δεν σκέφτηκε να ρωτήσει. Και τώρα η αμέλειά του παραλίγο να τον ξυπνήσει. Κοιμόταν. Τον ύπνο που του ‘χε τόσο όμορφα προσφέρει, θα ήταν κρίμα να του τον πάρει πίσω. Περίμενε. Το χαρτί βγήκε από την κάμερα μαύρο. Δέκα λεπτά. Αστεία το σκέφτηκε και έκρυψε τη φωτογραφία στο ντουλάπι. Άφησε τον έναν στο σκοτεινό ντουλάπι και γύρισε στον άλλον, εκείνον που ‘χε στο κρεβάτι του. Τον έναν, αν το ντουλάπι έκανε καλά τη δουλειά του, θα τον είχε αιώνια. Κι όταν άνοιξε το στόμα του, και αφηρημένα σάλια έτρεξαν απ’ αυτό, μετάνιωσε που οι στάσεις δεν ήταν απεριόριστες. Ρουφούσε μία μία τις στροφές στο τσαλακωμένο σεντόνι, σαν αχόρταγο φιλμ. Μέτρησε τρία πνιξίματα από τα σάλια του, που δεν τον ξύπνησαν, και χάζεψε τα δάχτυλά του να μαζεύονται, σαν μικρού αρπακτικού.

* * *

Το πρωί σηκωνόμουν στις μύτες. Δεν ήθελα να τον ξυπνήσω. Τι κι αν αυτός έβαζε το ξυπνητήρι για να το κάνει μόνος του. Δεν είχε δουλειά, για να βεβαιωθεί ότι εγώ θα φύγω στην ώρα μου. Ψαχουλευτά έβρισκα στη ντουλάπα τα ρούχα και ξεχώριζα τα πουκάμισα από τις μπλούζες, από τα κουμπία και τους γιακάδες, μην ανάψω το φως που τον ενοχλούσε. Κι ας ήθελα να τον δω. Και ο βραστήρας, όση φασαρία και να ‘κανε δεν τον ενοχλούσε τόσο όσο το φως. Και αφού βούρτζιζα τα δόντια, και έπινα κλεφτά γουλιές καφέ ανάμεσα στην κάθε κάλτσα, στο κάθε κουμπί, στη γραβάτα έκανα λίγο παραπάνω θόρυβο, χτυπούσα λίγο πιο δυνατά την πόρτα του μπάνιου, να με ακούσει που φεύγω, να ‘ρθει να μου κρατήσει το παλτό να το φορέσω. Και ερχόταν, και κουτουλούσε από τη νύστα, και ήταν πιο όμορφος γιατί ‘χε κάτι από όνειρο πάνω του, δικό του όνειρο. Και έφευγα, πιο ζεστά ντυμένος, και ηξερα ότι ήθελα να γυρίσω, και ήταν τα πιο όμορφα πρωινά αυτά.