Κείμενο: Μαίρη Α. Σακελλαρίου,
Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας –
Εκπαιδευόμενη Ψυχοθεραπεύτρια
& Επόπτρια

Επιμέλεια: Μαρία Σουρτζή,
Φιλόλογος


Αν κάτι με ώθησε να επιλέξω το επάγγελμα του θεραπευτή ήταν αυτή η μόνιμη φράση που γυρόφερνε στο μυαλό μου.

Όταν κάθομαι απέναντί σου δεν είμαι εγώ. Είμαι ένα κομμάτι λευκό χαρτί. Ένας πίνακας, που γράφεις ό,τι θελήσεις επάνω. «Βαριέμαι!» λες. «Τι είναι αυτό που σε κάνει να βαριέσαι;» ρωτάω. «Όλα γύρω μου. Τα πάντα. Ακόμα κι εδώ νιώθω να βαριέμαι!»

Ο πίνακας συνεχίζει να γεμίζει με ποιότητες βαρεμάρας. Αλλάζει στάση σώματος. Φτιάχνει τα ρούχα. Έχει τον αβόλευτο. «Μπορώ να φύγω;» «Έχεις ακόμα 10 λεπτά!» απαντάω. «Κουράστηκα να μιλάω για μένα. Κουράστηκα γενικά.»

«Έχω την εντύπωση πως για να γίνεις καλός θεραπευτής, χρειάζεται να προσέχεις τα πάντα… από το μικρό σκάλισμα της μύτης, το ξύσιμο του κεφαλιού, το βλέμμα όταν πάει στο πάτωμα, ή τη φωνή όταν χαμηλώνει. Να είσαι σε επαφή με το τώρα.»

«Μερικές φορές τον χειμώνα παίρνω το μετρό και πάω μέχρι την άλλη άκρη. Παρατηρώ τους ανθρώπους πώς στέκονται… πώς μιλάνε… τι γκριμάτσες κάνουνε… και προπαντός… φαντάζομαι τι σκέφτονται και τι αισθάνονται. Με ξεκουράζει. Με πάει αλλού.»

Πρόσεξα πως στην πολυθρόνα είχα και εγώ τον αβόλευτο. Κράταγα την αναπνοή μου. Έσφιγγα τα χέρια και τα πόδια μου. «Ήμουν άσχημο μωρό!» μου είπε ξαφνικά. «Όλοι το έλεγαν.» Με τάραξε. Συνέχισε να γεμίζει τον πίνακα με δύσκολες και βαριές λέξεις αυτή τη φορά. Δύο λεπτά ακόμα… για άλλη μια φορά στο χείλος της συνεδρίας.

«Ο συρμός έφτασε στο αεροδρόμιο. Χιλιάδες φωτάκια έξω. Το βαγόνι άδειασε. Άρχισε να βρέχει δυνατά. Δύο άνθρωποι μπήκαν όλοι κι όλοι για τον γυρισμό. Βρεγμένοι αλλά χαμογελούσαν. Άλλη μία επιστροφή στην πατρίδα. Στεκόμουν απέναντί τους όταν με παρέσυραν και μένα στο αυθόρμητο χαμόγελό τους. Άλλη μία επιστροφή στο σπίτι. Άλλη μία επιστροφή στο μόνη.»

«Το μονοπάτι του πόνου και της απώλειας είναι ο πιο σκληρός, αλλά είναι ένας δρόμος απολύτως απαραίτητος», γράφει ο Χόρχε στο βιβλίο του.

Τα εξήντα λεπτά τελείωσαν. Σηκώθηκε να φύγει αλλά στην πόρτα κοντοστάθηκε. Ήταν χλωμή και λυπημένη. Το σώμα της είχε μαζέψει. «Θα ήθελα μία αγκαλιά!» μου είπε. Άνοιξα τα χέρια μου και την πήρα μία. Την άκουσα να βγάζει έναν αναστεναγμό. Με ευχαρίστησε κι έφυγε.

Έμεινα να στέκομαι με κλειστή την πόρτα… καθηλωμένη. Δυσκολευόμουν να αναπνεύσω. Ήταν και αυτή η μόνιμη φράση που γυρόφερνε στο μυαλό μου πάλι. «Θέλω την μαμά μου!»…

 


Προτεινόμενη βιβλιογραφία:

Μπουκάι, Χ. (2010). Ο δρόμος των δακρύων. Αθήνα: Opera.