Κείμενο: Δημήτρης Σούκουλης
Συγγραφέας

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Με τα πολλά λοιπόν, έφτασα σε ένα τελικό συμπέρασμα. Κι αυτό για ν’ αποφύγω μια προδιαγεγραμμένη κατάληξη. Κατανοώ ότι θα σου φάνηκα απρόβλεπτος αλλά από καιρό η διαδικασία ήταν σιωπηλή και εσωτερική. Αναερόβια. Έκαιγε σιγά – σιγά σαν φυτίλι βραδείας καύσης σε δυναμίτη. Θα έλεγες πως σου την έσκασα. Εκεί που δεν το περίμενες, φίδι κολοβό που έτρεφες στον κόρφο σου, σου αναποδογύρισα στα μούτρα το τραπέζι. Έφτυσα στο πιάτο που με τάιζε. Σε φαντάζομαι να βροντάς το πόδι στο πάτωμα, να σηκώνεις τα χέρια ψηλά και να μαστιγώνεις τον αέρα σαν εβραίος που δεν μπορεί να καταπιεί το κλέψιμο στο ζύγι, το άδειο του ταμείο, να χτυπάς το στήθος με τα χέρια γροθιές για να τινάξεις από πάνω σου εμένα τον ίδιο, την ιεροσυλία της απρόβλεπτης στον εγωισμό σου πράξης μου και να κάνεις, με θεατρική επιτήδευση, να πάρουν τις δέουσες αποστάσεις οι θιασώτες σου. Κι όλα αυτά προς παραδειγματισμό και τιμωρία. Εγώ, όμως, ήδη θα έχω φύγει.

Ούτε και στους άλλους φαινόταν η αλλαγή της στάσης μου. Όχι πως έκανα τίποτε επίτηδες. Δεν κρυβόμουν ούτε υπήρχε μυστικοπάθεια από την πλευρά μου. Αν κάποιος συγκάτοικός σου με ρωτούσε, θα του έλεγα επακριβώς τι σκέφτομαι και τι πρόκειται να κάνω. Δε νομίζω να απαντούσα μόνο από ειλικρίνεια σε τυχόν ερώτησή του αλλά το πού πήγαινε η φάση είχε γίνει τόσο έκδηλο σε όλους μας που θα φαινόταν αστεία οποιαδήποτε άρνηση, οποιοδήποτε κατέβασμα του κεφαλιού στο πάτωμα, στρέψη του λαιμού σε προφίλ σιωπηλής κατάφασης κοιτάζοντας τον άδειο γυμνό τοίχο ή έξω από το παράθυρο. Εγώ πάντως θα απαντούσα. Κανείς σας όμως δε με ρώτησε. Ήξερα ότι αυτή η παραίτησή μου άνευ αποδοχών, άνευ εξάσκησης δικαιωμάτων και δικαιοδοσιών, θα είχε μία βαρύτητα στις εσωτερικές ανακατατάξεις της λίστας σου. Θα σε είχα επιβαρύνει με γραφειοκρατική εργασία, όπως ένας υπάλληλος που στα ξαφνικά, για αναζήτηση καλύτερων εργασιακών συνθηκών, εγκαταλείπει το πόστο του και αναγκάζει τον εργοδότη του να μπει σε διαδικασία επιλογής προσωπικού. Θα σου ήταν φόρτος, ένα ακόμα βάρος στο κεφάλι σου, μια επιπλέον έγνοια η διαδικασία επιλογής αλλά έχοντας εμπιστοσύνη στην καινοτόμο αντίληψή σου, στην ευστροφία σου να βρίσκεις θετικές και άμεσες λύσεις, να μην μπλέκεσαι στα σταυροδρόμια των επιλογών, να μη χρονοτριβείς άδικα από λεπτομέρειες, ήξερα ότι δε θα σου ήταν ιδιαίτερα μεγάλο βάσανο. Η σύσταση μιας επετηρίδας αξιολόγησης σε είχε απαλλάξει από αυτόν τον ακανθώδη προβληματισμό. Ο ένας ακολουθούσε τον άλλο στη σειρά και στον συναισθηματικό θάνατό του, στο άδειασμα της θέσης, στο ξεφόρτωμά του από εσένα ή από τον ίδιο —σε αυτή την περίπτωση μιλούσες για ανταρσία και προδοσία, εγώ σιωπηλά μέσα μου την ονομάτιζα αξιοπρέπεια— αντικαθιστούνταν από τον επόμενο επιλαχόντα. Τα συναισθηματικά σου κενά και οι σαρκικές σου ορμές αναπληρώνονταν, αλλάζοντας απλά δωμάτιο.

Τα σημάδια της αλλαγής της στάσης μου ήταν εμφανή από καιρό. Όλοι το είχαν αντιληφθεί και ετοιμάζονταν με αγκωνιές, με πισώπλατα χτυπήματα για μία νέα αναθεώρηση της λίστας. Το έλεγαν αδυναμία απέναντι στους κανόνες του ερωτικού παιχνιδιού, έλλειψη επιμονής, χαμηλή αυτοεκτίμηση να μην έχεις τα κότσια, την πονηράδα στο μάτι, τη διπλωματία, την εξάσκηση στο πασάρισμα του λιανοπωλητή προϊόντος ευτελούς ποιότητας, τη στωικότητα να περιμένεις τον θρίαμβο της επιλογής που κάποια στιγμή θα φτάσει. Πόσο ψεύτικο, αλήθεια, απέναντι στον εαυτό σου να έχεις κάνει έναν αγώνα μετ’ εμποδίων και την ώρα του θριάμβου να πλασάρεις αντίστροφα το αποτέλεσμα, όπως αγύρτης σε καφενέ σε πλατεία. Όπως πολιτικάντης με το ένα κυριακάτικο καλό σακάκι, με τις τρύπιες τσέπες και τις σκισμένες φόδρες και την αγωνία να τη σταματά κόμπους στον λαιμό, να μην της επιτρέπει να ανέβει ενώ από τον τηλεβόα να βγαίνουν σταθερές και σίγουρες λέξεις, λόγοι δεκάρικοι. Την ώρα του θριάμβου όμως πρέπει να δείχνεις ότι δεν έτρωγες από την αγωνία σου τα σίδερα και απλώς υπέκυψες, χωρίς να είναι δική σου η επιλογή, μόνο από γενναιοδωρία και από πειθώ, όπως η κυρά στο κοπέλι με γενναιοδωρία.

Οι υπόλοιποι περιέπαιζαν την αφέλειά μου και μου πρόσαπταν μια ελαφρότητα, μια ιδιαίτερη εμπάθεια στους όρους του παιχνιδιού, μια παιδική αφέλεια που δεν είχε εξελιχθεί στο εν τω μεταξύ σε κάτι άλλο. Το «εν τω μεταξύ» για μένα σημαίνει μια παράλληλη διαδρομή μιας σχιζοειδούς ύπαρξης, ενός ενήλικα που τραβάει από το χέρι, με το ζόρι, κάνοντάς τον να μεγαλώσει εξαναγκαστικά σε σύντομο χρονικό διάστημα τον μικρό του εαυτό. Το να ακολουθήσω το «εν τω μεταξύ» σημαίνει να καταπιέσω εσωτερικά κομμάτια του εαυτού μου, γενετήσιας κατασκευής και σύστασης ή επίκτητα μπαλώματα της στιγμής κάτω από πίεση των αμυνών μου και του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης, που έχουν δέσει με τον υπόλοιπο οργανισμό. Για να σου το δώσω να το καταλάβεις όσο πιο λιανά μπορώ, αυτά τα μπαλώματα είναι σαν την επιδερμίδα που κλείνει όπως – όπως από πληγή, από κόψιμο, από πέσιμο ή από κάψιμο τρίτου βαθμού. Το μέσα σου, τα λευκά αιμοσφαίρια, ξεχύνονται σε άτακτες συμπτύξεις στην επιφάνεια. Ένας ιατρός παθολόγος θα έδινε μια διαφορετική εξήγηση αλλά είπαμε, εγώ πρώτον δεν έχω τις κατάλληλες γνώσεις και κατά δεύτερον, περισσότερο σημαντικό για μένα αλλά επιμέρους για τους άλλους δηλαδή, έχω μάθει να εξηγώ τα πράγματα εμπειρικά. Να τους δίνω μια διαφορετική εξήγηση, μια άλλη υπόσταση και μια άλλη αξία. Αυτό που με βολεύει, θα έλεγες, αν ήσουν παρών σε αυτόν τον μονόλογο και τα έλεγα απ’ έξω μου κι εσύ με άκουγες. Να τη, λοιπόν, η παιδική μου αφέλεια. Βγαίνει προς τα έξω. Γίνεται τόσο έκδηλη που αποκτά μια υλική υπόσταση από μόρια, από άτομα, από σαρκικά κύτταρα, που δεν ξεχωρίζουν πια αναμεταξύ τους, κάτι σαν μετάσταση που απλώνεται τρισδιάστατη.

Από μία πρώτη ματιά, παρατηρώντας με τώρα, εμφανίζομαι άμορφος, δεν έχω τις σωστές αναλογίες, αυτές που σε κάνουν από την πρώτη στιγμή θελκτικό και ερωτεύσιμο. Δεν έχω φωτογένεια κι ούτε στήνομαι κάτω από τεχνητό φως, από προβολείς για να σε αποπλανήσουν όπως θα έκανε μια μοντέρνα Κίρκη που τώρα πια ξεπατικώνει ιδέες από περιοδικά μόδας και βρίσκει τις σωστές αναλογίες στον χώρο, το στήσιμο που της χαρίζει γοητεία και κρύβει τις ατέλειες, τη σωστή σύνθεση των χρωμάτων και τον συνδυασμό των φωτισμών για να τονίσει τις σωστές γωνίες του προσώπου και να κρύψει εκείνες στον ημισκιερό χώρο. Το ξέρεις πως οι Κίρκες λατρεύουν σαν τις κατσαρίδες τις σκοτεινές γωνίες, την υγρή ατμόσφαιρα, τους υπονόμους. Σου συστήνονται με τη μελετημένη και επιτηδευμένη πρόκληση, με ανασηκωμένο το πόδι, ένα από τα πόδια τους. Αρκεί μόνο ένα για να μεταδοθεί το μήνυμα της διαθεσιμότητας, της εκκίνησης ή ακόμα, όπως λένε, μόνο να κουνήσουν το δάχτυλο. Δε μιλούν. Ο εγκέφαλός τους μασάει μία φρουτότσιχλα. Ξαναμαζεύουν από τα τοιχώματα τη σπασμένη φούσκα και την αναμασούν. Αφήνουν μόνο να μιλήσει η εικόνα της εκπόρνευσης που όλοι δέχονται, της πώλησης και των συμφωνημένων όρων του παζαριού σε κάποιο χωριό κάποιας επαρχίας ή σε κάποια γειτονιά στην περιφέρεια μιας απρόσωπης μεγαλούπολης. Χωριό είναι κι αυτή. Κάτι πρέπει να κρύβουν και κάτι να αφήνουν να φανεί για να γίνονται ιδιαίτερα ακαταμάχητες. Αυτό είναι το  πλεονέκτημά τους. Το ατού. Το αβαντάζ τους. Η επένδυσή τους. Η εξωτερική τους όμως. Για να καταλαβαινόμαστε. Το ένδυμα εσένα δεν ενδιέφερε. Πρέπει, λοιπόν, να πλησιάσεις και να σκύψεις πάνω μου. Μία – μία να αξιολογήσεις τις λέξεις μου. Να ακολουθήσεις τη γραμμή μου σαν τον μίτο μιας άλλης Αριάδνης.  Το «εν τω μεταξύ», λοιπόν, σημαίνει παράλληλη μιας άλλης λεωφόρου και ενός άλλου χρόνου. Άλλα να κάνω και να φαίνομαι κι άλλα να νιώθω μέσα μου, κάπως αλλιώς να αντιστέκομαι. Μαθαίνεις να αργείς και να προσποιείσαι. Και προϋποθέτει αρκετό ξόδεμα ενεργειών. Εκτός αν είσαι φυτό, που τότε πιστεύω, τις μαζεύεις από τη σύνθεση της χλωροφύλλης σου χωρίς περαιτέρω κινήσεις, χωρίς επίπονες αναζητήσεις.

Σου την έσκασα λοιπόν. Ή μάλλον ετοιμάζομαι να σου τη σκάσω. Δεν αρκεί μόνο να αδειάσεις το δωμάτιο. Θα πάρει αρκετό χρόνο και θα με περιμένει ένα είδος αποτοξίνωσης, μια γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση όπως τοξικομανής —θα τα βγάζω και θα τα ξανακαταπίνω μέχρι να καθαρίσω και το τελευταίο κατάλοιπο αυτής της ιστορίας. Πρώτα λένε πως εξαφανίζεται η ιστορία. Έπειτα αρχίζει και ξεθωριάζει το σώμα σου, το πρόσωπο, η ματιά σου, τα καθησυχαστικά σου λόγια, ο ρυθμός των αναπνοών και ακόμα αργότερα, πράγματα πιο μικρά, δεύτερης σημασίας που σου βγαίνουν στην επιφάνεια. Εσύ που τα κάνεις τα θεωρείς τόσο φυσικά, μέρος των κινήσεών σου, του εαυτού σου. Οι άλλοι, κι όχι φυσικά όλοι —μερικοί στη ζωή σου που σε λάτρεψαν από κοντά ή από μακριά, λάτρεψαν την απουσία σου εγκεφαλικά— τα παρατηρούσαν και τα ξεσήκωναν, χωρίς να το συνειδητοποιούν. Ή γιατί δεν μπορούσαν να σε έχουν ολοκληρωτικά ή γιατί σε αγάπησαν τόσο που δεν τους έφτανε αυτό που έβλεπαν κι αυτό που τους έδινες. Αυτό που δεν ήσουν ικανός να δώσεις σε μεγαλύτερη δόση. Να τους δοθείς ολοκληρωτικά. Τους τρόμαζε το χέρι σου που κρατούσε σταγονόμετρο, έσπερνες φρίκη, όπως τον ασθενή σε τελευταίο στάδιο αρρώστιας η αποκλειστική νοσοκόμα τη σύριγγα που ετοιμαζόταν για ενδοφλέβια ένεση. Όλες τις κινήσεις σου τις είχα μαζέψει ενώ εσύ τις σκόρπιζες, χωρίς να νοιάζεσαι. Οι τρόποι σου, το πώς κρατούσες το κουτάλι, το πώς έβαζες αρπαχτά τη μπουκιά στο στόμα, πώς σκουπιζόσουν με τα μανίκια, ο τρόπος με τον οποίο, σπάνια πια, ξυπνούσες δίπλα μου. Πολλά από αυτά τα έβρισκα χαριτωμένα, άλλα ιδιαίτερα πρακτικές λύσεις και επινοήσεις. Να πάλι η παιδική μου αφέλεια, να πετάγεται σαν ελατήριο. Νόμιζα, όπως τότε που σε έβλεπα, ενώ το ένα χέρι σου ήταν ελεύθερο και θα μπορούσες άνετα να ανασηκώσεις τα μανίκια και να ξεσκεπάσεις το ρολόι του χεριού, εσύ σκύβοντας, τραβούσες με το πηγούνι, ξεφυλλίζοντας το ύφασμα της μπλούζας και κοιτούσες έκπληκτος την ώρα. Ακόμα κι αν δε βιαζόσουν κι ο χρόνος δεν πίεζε για κάποιο ραντεβού, ήταν ένα παιδικό κατάλοιπο. Το λάτρεψα και το έκανα κτήμα μου. Δε με διευκόλυνε κατά κάποιο τρόπο. Έσφαλα. Τους περισσότερους τρόπους σου τους υιοθέτησα και μου έχουν γίνει μια δεύτερη έξη, μια συνήθεια.

Να το ξέρεις. Εγώ θα φύγω από αυτό το δωμάτιο υπηρεσίας που μου επινοικιάστηκε από τον προηγούμενο. Η ευθραυστότητά μου και οι ευαισθησίες μου δε μου επιτρέπουν να είμαι ο δεύτερος στην επετηρίδα των μνηστήρων σου, η δεύτερη ευκαιρία, εκείνος του χεριού σου, το ανταλλακτικό, το πασπαρτού, όποτε ξεμείνεις σε χρόνο απροσδιόριστο από κάποιον άλλον μόνο και μόνο για να γεμίσεις ένα κενό. Να είσαι και να αισθάνεσαι το υποπροϊόν μιας χημικής επεξεργασίας ενός βιομηχανικού εργαστηρίου, το δευτερεύον παράγωγο και απόβλητο που θα μπορέσει να σε κάνει να κερδίσεις, δε μου ταιριάζει. Ευχαρίστως παραχωρώ τη θέση μου στον επόμενο επιλαχόντα. Αποποιούμαι τη θέση που μου όρισες. Θα μεταφερθώ στην τελευταία, δίνοντας τη δυνατότητα στους επόμενους, σε οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο, σε οποιονδήποτε δικαιούχο. Για μένα, και αποκλειστικά για μένα, να έρχομαι διαρκώς δεύτερος είναι μισή επιτυχία και μισή φαλιμέντο.