Κείμενο: Νεκταρία Τσοπανέλη
Φοιτήτρια Ψυχολογίας

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Ένα αξημέρωτο πρωινό του χειμώνα βγήκα από το σπίτι μου τυλιγμένη στο χοντρό παλτό μου και στο πλεκτό κόκκινο κασκόλ που κάποτε μου είχε πλέξει η μαμά, εκείνα τα Χριστούγεννα πριν αποφοιτήσω από τη Φιλοσοφική, τότε που ακόμα ήμουν ερωτευμένη με έναν μπασίστα. Με ένα κερασί κραγιόν και ακόμα πιο έντονα ροδαλά μάγουλα από το κρύο πήγαινα με τα πόδια στην τότε δουλειά μου, στο μουσείο με τα αγάλματα που τόσο αγαπούσα. Φλέρταρα με την ιστορία τους, με γοήτευε η ακεραιότητά τους στους αιώνες. Ακόμα και διαμελισμένα, εμένα μου φαινόντουσαν ολόκληρα σώματα με φλέβες που το αίμα μέσα τους κυλάει σαν ζωντανά κορμιά έτοιμα να περπατήσουν, να αγκαλιάσουν, να χορέψουν, να ζήσουν.

Τα αγάλματα έχουν μια δυναμική μέσα στη στατική ζωή τους. Ακόμα με θέλγει η ιδέα της αντοχής τους κάτω στο χώμα αιώνες μέχρι να βρουν μια θέση στα χέρια κάποιου αρχαιολόγου και μετά στους κόλπους ενός μουσείου, οι πολλές ζωές που ζήσανε όταν τους φαντάστηκε ο δημιουργός τους και τους έπλασε με τα χέρια και τη ψυχή του κι όταν κοσμούσαν ναούς και πλατείες και παρακολουθούσαν ζωές ανθρώπων, πολλών ανθρώπων αλλά και όταν βρήκαν μια θέση στη δική μου φαντασία που πλάθει ιστορίες και τους θέλει πρωταγωνιστές. Όμως πιο πολύ απ’ όλα με θέλγει η σιωπή τους.

Μου άρεσε τόσο να τα αγγίζω και να τα χαϊδεύω, ένιωθα πως συνδέομαι με τις ρίζες μου. Κι έτσι με κάθε ευκαιρία πήγαινα κι εγώ μαζί με τους συνεργάτες μου στις ατέλειωτες ώρες συντήρησής τους. Όμως μου άρεσε και να τους μιλάω και να μιλάω και στους άλλους γι’ αυτά. Ήμουν μια ξεναγός. Το βράδυ που όλοι φεύγαμε και έμενε μόνο ο φύλακας, τα αγάλματα έμεναν ξανά στην οικεία και αναγκαία ησυχία τους μακριά από τη δική μας φλυαρία. Τότε, ένιωθα πως τα βράδια επανέρχονταν στον αρχικό και τελικό σκοπό ύπαρξής τους. Με κάποιον μυστήριο και άρρητο τρόπο προστάτευαν αυτά εμένα από την εκπυρσοκρότηση των εξομολογήσεών μου σε αυτά κι εγώ εκείνα από την ανέγνοια επιθυμία μου για απάντηση. Σε αυτά έλεγα ενίοτε τις χαρές μου και τα παράπονά μου, τους πόθους και τα όνειρά μου. Είχαν γίνει φίλοι μου. Δεν μοιραζόμουν την αλήθεια αυτή με κανέναν άλλον εκτός από τον σύντροφό μου, τον Παυλή, που ήξερα πως ακόμα κι αν δεν νιώθει την ίδια αγάπη με μένα για τα αγάλματα, θα αφουγκραζόταν τη δική μου μυστική και μυστηριακή σχέση μαζί τους. Οι άλλοι θα με περνούσαν για τρελή. Άλλωστε και τον Παυλή τον είχα γνωρίσει στο μουσείο ένα απόγευμα και καταλήξαμε να μιλάμε για τη θεατρικότητα που χρειάζεται να έχει ένας ξεναγός που μιλάει για άψυχες λαξευμένες πέτρες και μάρμαρα. Την επόμενη, με περίμενε την ώρα που σχολούσα, έξω από το μουσείο για να μου ζητήσει ένα βιβλίο και μία βόλτα.

Ξεφεύγω όμως ε; Τις προτιμώ αυτές τις αναπολήσεις τις όμορφες που αφήνουν γλύκα στον ουρανίσκο μου. Εκείνο το πρωί που θυμήθηκα και θέλησα να γράψω όσα καταιγιστικά ήρθαν στο μυαλό μου πήγαινα στους αμίλητους και στωικούς φίλους μου και ήμουν εδώ και δύο μήνες καρκινοπαθής με ένα μικρό βερίκοκο στον δεξιό μου μαστό. Ανυποψίαστη καθώς περιδιάβαινα τα αγάλματά μου μαζί με παιδάκια ενός δημοτικού κι έλεγα παραμύθια και αλήθειες για την ιστορία τους, είδα μπροστά μου τον Παυλή με ένα μαύρο ζιβάγκο κι ένα χαμόγελο αμήχανο και κάπως νευρικό.

Αφού τελείωσα ανέμελη την ξενάγηση, τον πήρα αγκαλιά, του έδωσα ένα φιλί και περίμενα να μου αποκαλύψει την έκπληξη. Ήμουν σίγουρη πως είχε έρθει για να μου κάνει μια κάποια ευχάριστη έκπληξη, είχα φτιάξει πολλά ωραία σενάρια στο μυαλό μου. Όταν, όμως, περίμενα να μου μιλήσει εκείνος έγινε ένα με τα αγάλματά μου, ανέκφραστος, με δεμένη τη γλώσσα και αμπαρωμένα τα χείλη. Μου ζήτησε να περπατήσουμε στην αυλή του μουσείου. Ήμουν πια πεπεισμένη πως δεν ήρθε για να μου κάνει έκπληξη αλλά για να συζητήσουμε κάτι που τον απασχολούσε. Δεν μπορούσα να διανοηθώ τι πραγματικά ήθελε να μου αποκαλύψει. Όσο περνούσαν τα λεπτά η σιωπή του με τρόμαζε. Όσο η σιωπή των αγαλμάτων με γοήτευε, τόσο η σιωπή του Παυλή με αναστάτωνε. Ώσπου βρήκε το θάρρος και μου είπε: «αγάπη μου, ξεκινάμε έναν αγώνα».

Ο γιατρός μου, φίλος του Παύλου από τα φοιτητικά χρόνια έκρινε πως ο Παυλής ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για να μου πει εκείνο το τόσο βαρύ και τόσο απλό: «Ξέρεις, έχεις καρκίνο». Σήμερα, από όσο ακούω εμπίπτει στον κώδικα δεοντολογίας να χειρίζεται ο γιατρός που έκανε τη διάγνωση και την ανακοίνωσή της στον ασθενή. Όμως, ο γιατρός εκείνος που ποτέ δεν τον ήθελα για φίλο μου έκρινε σωστά και ανέθεσε αυτό το έργο στον πάντα ψύχραιμο και δυνατό Παυλή μου. Δεν τον πίστεψα αμέσως, πέρασε ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσω τι μου έλεγε. Ίσως ακόμα και σήμερα να μην έχω καταλάβει ακριβώς. Πάντα μου μακάριζα τους ανθρώπους που δεν καταλαβαίνουν πολλά και ζουν ήρεμη και ανέγνοια ζωή, ωστόσο ποτέ μου δεν ήθελα να είμαι σαν κι αυτούς, ας ξέρω όσα μπορώ να ξέρω κι ας καταλαβαίνω όσα μπορώ να καταλάβω κι ας δυστυχώ κι ενίοτε.

Από την επόμενη ξεκίνησε ο αγώνας για τον οποίο μου μίλησε ο Παυλής. Νοσοκομεία, εξετάσεις, γιατροί και δυο ζευγάρια φοβισμένα μάτια. Τα δεύτερα ήταν τα δικά μου. Ο γιατρός έκρινε αναγκαία την επέμβαση για την αφαίρεση του όγκου σε σχήμα φρούτου που κατοικούσε παρείσακτος στο στήθος μου. Κάπου εκεί άρχισα να αναμετριέμαι για πρώτη φορά με τις δυνάμεις που είχα μέσα μου, την πίστη μου, την ελπίδα μου και αγάπη για τη ζωή αλλά και την αγάπη μου για τον Παυλή. Έπρεπε να είμαι ψύχραιμη, δυνατή και υγιής για εκείνον.

Όταν βγήκα από το χειρουργείο και όταν συνήλθα μετά από ώρες, διαπίστωσα πως οι γάζες κάλυπταν το στήθος μου αλλά στήθος δεν υπήρχε. Μου είχε αφαιρέσει εκείνος ο φίλος του Παυλή τον δεξιό μαστό μου μαζί με το βερίκοκο. Ένιωσα λειψή. Άρχισα να κλαίω και να αναρωτιέμαι που πήγε η θηλυκότητά μου. Αμέσως μπήκε μέσα στο δωμάτιο ο Παυλής. Φορούσε πάλι εκείνο το μαύρο ζιβάγκο. Ίσως γιατί κάθε φορά που αγχωνόταν κρύωνε. Έκλαιγα πολύ, έκλαιγα για ώρες στην αγκαλιά του. Εκείνο το μαύρο ζιβάγκο του ζήτησα να μην το φορέσει ξανά.

Ξεκίνησαν οι θεραπείες και ο Παυλής έγινε η αποκλειστική μου νοσοκόμα. Ο πάντα συγκρατημένος στην εκδήλωση της αγάπης του μα και πάντα προστατευτικός Παυλής  βρήκε την κατάλληλη συνθήκη να μου δείξει όλη την προσοχή, φροντίδα και τρυφερότητα που εγώ χρειαζόμουν και που εκείνος είχε σε ανεξάντλητα αποθέματα μέσα του. Οι μέρες περνούσαν δύσκολες, απλώς μετρούσαμε ώρες και βδομάδες επιβίωσής μας. Φοβόμουν να πεθάνω. Κύρια έννοια μου ήταν πως δεν είχα γίνει ακόμα μητέρα. Μέχρι τότε σε ηλικία 28 ετών εγώ και ο Παυλής 35, ηλικία που πάντα έβρισκα τους άντρες πιο γοητευτικούς και ιδανικά μεστούς από άλλοτε, δεν είχαμε ανησυχίες για το παιδί που θα επικύρωνε την αγάπη μας. Ήμασταν τόσο πλήρεις και χαρούμενοι και επαρκείς από την ευχαριστιακή βίωση του έρωτά μας που όλο και μετουσιωνόταν σε αγάπη βαθιά που όποια άλλη χαρά ήταν καλοδεχούμενη μα όχι και αναγκαία. Εκείνες τις μέρες, όμως, που πηγαινοερχόμασταν στο νοσοκομείο για τις θεραπείες μαζί με το ένστικτο  της επιβίωσης που θέριευε μέσα μου ερχόταν στην επιφάνεια κι αυτή η αρχέγονη ανάγκη για διαιώνιση τυπωμένη στο γονιδίωμά μας. Εκείνο το όνειρο για ένα μωράκι στην αγκαλιά μας που πάντα υπήρχε αλλά είχαμε αμελήσει βρήκε μέσα μας θέση και εδραιώθηκε. Ο Παυλής με καθησύχαζε και μου υπενθύμιζε πως προείχε να γίνω καλά εγώ και πως για εκείνον ήμουν αρκετή και χωρίς παιδί.

Με τον καιρό τα πράγματα δυσκόλευαν όλο και περισσότερο. Η υπομονή μας ακροβατούσε σε τεντωμένο σκοινί. Ο φόβος αποχωρισμού γεννούσε θυμό και στους δυο μας. Είχα γίνει στριφνή και παράξενη. Δεν ήθελα να με φροντίζει. Ξεσπούσα τις αγωνίες μου σε εκείνον. Ο πάντα Παυλής, τότε είχε γίνει Παύλος. Και σαν ηρεμούσα εγώ, μου θύμωνε εκείνος. Εγώ έφταιγα που η ζωή του είχε αλλάξει, που δεν με είχε όπως πριν, που με έχανε. Αυτά δεν μου τα είπε ποτέ, τα ένιωθα, μου τα επικοινωνούσε στους μυστικούς κώδικες που ξέρουν μόνο τα ζευγάρια, κι ενίοτε ούτε κι αυτά. Θυμάμαι όλες τις λεπτομέρειες από εκείνες τις γκρίζες μέρες μας, αλλά τώρα που σήμερα είμαι καλά κι έχω επιβιώσει από το ζιζάνιο που λέγεται καρκίνος, δεν θα άλλαζα τίποτα, ούτε κι εκείνες τις μουντές Δευτέρες μας, ούτε τους τσακωμούς, ούτε και τις αβάσταχτες σιωπές μας. Όσο ήμουν άρρωστη στο σπίτι ή στο νοσοκομείο ξαπλωμένη στο κρεβάτι τα βράδια ονειρευόμουν πως τα αγάλματα δεν κοιμούνται πια τις νύχτες, μα ξυπνάνε και ζουν. Ίσως να ήλπιζα πως ζούσαν τη ζωή που για μένα τότε ματαιωνόταν.

Όταν τελείωσαν οι θεραπείες ήθελα να πάω στα αγάλματά μου και να τους πω τη δική μου ιστορία. Μέχρι να περάσει ο καιρός και να βγουν καθαρές οι επανεξετάσεις με απασχολούσε να ζήσω, να συνεχίσω να ζω δίπλα στον Παυλή. Μετά από την πρώτη ανακούφιση να συνεχίσω να είμαι άνθρωπος επί της γης, ήθελα να μπορώ να είμαι και γυναίκα. Στα αγάλματά μου έλεγα πως ήμουν πλέον σαν κι αυτά, ακρωτηριασμένη. Δεν ντρεπόμουν πια αλλά δεν μου άρεσε η εικόνα μου στον καθρέφτη. Στα μάτια του Παυλή ήμουν πάντα η ίδια με δύο ή έναν μαστό κι αυτό ήταν τόσο παρήγορο. Αλλά εγώ ήξερα πως δεν ήμουν η ίδια. Θέλησα να χτίσω ξανά αυτό που μου έφαγε ο καρκίνος. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τη μέρα που πήγα στον μαστολόγο για πλαστική προσθήκη στήθους. Στην αίθουσα αναμονής ήμασταν εγώ και άλλες τρεις γυναίκες. Μετά από συζήτηση διαπιστώσαμε πως ήμασταν τέσσερις γυναίκες με τέσσερα βυζιά και γελούσαμε. Έβλεπα πως μου δόθηκε παράταση ζωής για να διορθώσω τα λάθη που μέχρι τότε έκανα ή να δώσω ό,τι μέχρι τότε δεν είχα δώσει. Κι εγώ ξεκίνησα με το να διορθώσω το στήθος μου. Τι ματαιοδοξία! Τότε ένιωθα και την αχαριστία μου, αλλά δεν με ένοιαζε και πολύ.

Όταν κάποτε μετά από χρόνια αρκετά που πέρασαν από εκείνη την ταλαιπωρία μας, είχε αρρωστήσει ο Παυλής, εγώ έκλαιγα σπαραξικάρδια μπροστά του σαν μικρό μωρό. Η σκέψη πως μπορεί και να τον έχανα με παρέλυε. Τότε μου είχε πει «θέλω να φύγεις εσύ πρώτη. Δε θέλω να κλαις και να υποφέρεις εσύ για μένα, για τη δική μου απώλεια. Δε θα το αντέξω».

Σήμερα που ο Παυλής μου δεν ζει, μου λείπει. Μου λείπει όχι για να μοιραστώ μαζί του χαρές από τους απογόνους που ποτέ δεν φέραμε αλλά για να μοιραστώ μαζί του τις χαρές από το παρελθόν μας, τα ταξίδια μας, τις ζωές που έσωζε κι εγώ τον θαύμαζα για τα μουσεία που με άφηνε να κάνω δεύτερα σπίτια μου, για τις ζεστές σούπες που του έφτιαχνα όταν τον περίμενα να γυρίσει το βράδυ. Για τα βιβλία που διαβάζαμε μαζί, εκείνος ξαπλωμένος κι εγώ από δίπλα του ακουμπισμένη στον ώμο του, για όσα μου έλεγε κι εγώ απολάμβανα τα ταξίδια των σκέψεών του ακόμα κι αν δεν συμφωνούσα, για τις παραλίες που αγαπούσαμε και χανόμασταν ανάμεσα στον ουρανό και τη θάλασσα, τη νύχτα και τη μέρα τους, για τις νύχτες που χορεύαμε μπροστά στο παράθυρο εγώ πάνω στα πόδια του να αφήνομαι στην κίνησή του. Μου λείπει, όμως, γιατί θα ήθελα να μοιραστώ μαζί του κυρίως εκείνες τις βαριές και δύσκολες μέρες μας. Αυτές θα έπρεπε να θέλω να τις ξεχάσω. Μα πώς μπορώ; Λες και τότε τον αγάπησα πιο πολύ… Λες και τότε ζήσαμε περισσότερο.  Σήμερα, που ο Παυλής δε ζει, φοράω εκείνο το κόκκινο κασκόλ, πηγαίνω με τα πόδια μου τα γερασμένα στο μουσείο με τα αγάλματά μου για να τους μιλήσω και να τους πω «θυμάστε;», αφού δεν είναι εδώ ο Παυλής να μοιραστώ μαζί του τα κεριά των αναμνήσεων της ζωής μας, πηγαίνω στα πάντοτε πιστά μου αγάλματα και τους λέω «εγώ θυμάμαι».