Κείμενο: Αναστασία Μιχαήλ
Φοιτήτρια, Φωτογράφος και Καλλιτέχνιδα

Επιμέλεια: Σοφία Ποιμενίδου
Φιλόλογος


Απορίες, ερωτήματα, θλίψη, οργή, ξανά απορίες, ερωτήματα, πάλι θλίψη, οργή, πόνος, φωτιά, πάλι πόνος, κόλαση. Πόσο πολύ καίει η φωτιά…. Τόσα συναισθήματα αυτές οι μέρες, τόσα πολλά κενά επίσης. Δεν ξέρω τι να γράψω, δεν ξέρω καν γιατί γράφω, δεν ήθελα να γράψω για το τι έγινε άλλο, ούτε να διαβάσω, ούτε να σκεφτώ. Το είχα αποφασίσει ότι θα σταματήσω, είναι πολύ ψυχοφθόρο. Και εσείς θελήσατε να το βγάλετε από μέσα σας, σωστά; Και εσείς θέλατε να αγνοήσετε το ότι κάτι τόσο άσχημο, κάτι τόσο μαύρο, κάτι τόσο καταστροφικό και απάνθρωπο συνέβη δίπλα σας όπως εγώ, έτσι δεν είναι; Σχεδόν θα τους αγγίζαμε αν τεντώναμε τα χέρια μας όλους όσους χάθηκαν. Ήταν τόσο κοντά. Στην αρχή νόμιζα ότι ήταν σύννεφο βροχής αυτό το τεράστιο πορτοκαλί πράγμα που κάλυπτε την Αθήνα, που να φανταστώ τι μπορεί να είναι. Δεν είναι κάτι που μπορεί να το φανταστεί κανείς μας.

Πόσο συνηθίζουμε το θάνατο οι άνθρωποι. Ο θάνατος ενός ανθρώπου μας σοκάρει, μας αφήνει με ανοιχτό το στόμα. Όσο ο αριθμός μεγαλώνει, τόσο το συνηθίζουμε σαν κατάσταση. Θλίψη. Αν νιώθαμε το ίδιο σοκ για το κάθε άτομο που έφυγε την Δευτέρα εκείνη, όσο και για τα πρώτα που ακούσαμε, πάω στοίχημα θα είχαμε τρελαθεί όλοι μας. Απορίες. Αλλά το μπλοκάρεις. Όταν οι δύο γίνονται εκατό το μυαλό σου σταματά να κατανοεί την πληροφορία που παίρνει.  Οργή. Τόσοι άνθρωποι, τόσοι πολλοί άνθρωποι, τι πέρασαν πριν φύγουν; Αυτοί που έζησαν, αυτοί που επιβίωσαν, πως θα ζήσουν ξανά όπως πριν; Πόνος. Και εμείς, πόσο ασφαλείς είμαστε που δεν το ζήσαμε, αλλά πόσο έντονα μας επηρέασε παρόλα αυτά. Ερωτήματα. Και μόνο η ιδέα σου για το τι συνέβη σου σταματάει για λίγο την καρδιά, την κάνει να χάνει ένα χτύπο. Ή δύο, ακούγοντας κάποιες ιστορίες. Φωτιά, πόση φωτιά, πόση οργή είχαν αυτές οι φλόγες. Είχα αποφασίσει να μην σκεφτώ άλλο, έστω και για λίγο, το τι συνέβη, αλλά δεν γίνεται. Παιδιά, κάηκαν τόσα παιδιά, με τόσο απάνθρωπο τρόπο. Τι άνθρωπος θα ήμουν αν κατάφερνα να το διώξω απλά, να το αγνοήσω. Να συνεχίσω σαν να μην έγινε τίποτα απολύτως. Ποιός το κάνει αυτό; Τόσοι άνθρωποι κάηκαν ζωντανοί. Τόσοι άνθρωποι. Πώς μπορεί να καεί ζωντανός ένας άνθρωπος; Πώς μπορεί τόσοι άνθρωποι να ζήσουν μια τέτοια κόλαση; Πώς μπορεί να πεθαίνουν μαζικά τόσοι πολλοί άνθρωποι με τόσο απάνθρωπο τρόπο; Δεν νομίζω να άξιζαν τέτοιο τέλος οι άνθρωποι αυτοί, κανένας άνθρωπος δεν αξίζει τέτοιο τέλος, μάλλον.

Πόσο απάνθρωπη είναι η πραγματικότητα, και εμείς πόσο έντονα κλείνουμε τα μάτια μας σε αυτό το γεγονός; Ζούμε σε μια ψεύτικη ειρηνική ζωή, την στολίζουμε με τα αγνά συναισθήματα μας, και πορευόμαστε έτσι για πάντα, ή έστω μέχρι η ίδια η ζωή να μας αποδείξει το πόσο λάθος είμαστε. Εκμεταλλευόμαστε ό,τι υπάρχει με τον πιο αισχρό τρόπο, πατάμε τα πάντα γύρω μας σαν να μας ανήκουν, και όταν κάτι μας αποδείξει το μέγεθός μας ψάχνουμε ποιον να κατηγορήσουμε. Συζητάμε για πολιτική και προπαγανδίζουμε την ιδεολογία μας πάνω από ψυχές που φύγαν άδοξα. Ο θάνατος κάποιων, τόσων πολλών, προσπερνιέται αψήφιστα στην όψη της ευκαιρίας για έκθεση ιδεών.

Και πάλι, εγώ δεν μπορώ να “προσπεράσω”, ακόμα, τη στιγμή του σοκ. Νιώθω σαν κάποιο παιδάκι που ανακάλυψε κάποιο από τα ψέματα που του λένε όταν είναι μικρό. H στιγμή της συνειδητοποίησης της ωμής αλήθειας που έρχεται να σου γκρεμίσει ό,τι θεωρείς δεδομένο για τον κόσμο και το πόσο όμορφος είναι. Και πάλι, άραγε θα μας παρακινήσει αυτή η καταστροφή να αποτρέψουμε μία επόμενη; Άραγε ως άνθρωποι, που κατοικούμε σε αυτό το κόσμο, σε αυτό το πλανήτη που λέγεται γη, θα μάθουμε ποτέ το μερίδιο ευθύνης μας ως προς το γιατί ο κόσμος είναι τόσο άσχημος; Είναι η κατανόηση της κατάστασης πολυτέλεια των λίγων; Είναι το ότι κάτι θα αλλάξει ελπίδα των ονειροπόλων;

Απορώ. Λυπάμαι που απορώ και δεν ξέρω, αν θα αλλάξει κάτι μετά από μια τόσο απάνθρωπη καταστροφή. Τόσες παιδικές ψυχές χάθηκαν, με τέτοιο τρόπο, και απορώ αν θα αλλάξει κάτι.

Θα έπρεπε να μην απορεί κανένας μας. Αλλά απορώ, τι να κάνω. Ξέρω καλύτερα πλέον.

Θα καταλάβουμε έστω και λίγο το πόσο φταίμε ή θα συνεχίσουμε να αγνοούμε τον δεινόσαυρο στο άδειο καμμένο τοπίο που απλώνεται μπροστά μας; Θα ανοίξουμε τα μάτια μας πραγματικά; Ή θα συνεχίσουμε να βλέπουμε φορώντας τα πιο σκοτεινά γυαλιά ηλίου, πνιγμένοι στο φόβο ότι το φως θα μας κάψει τα μάτια; Πολλές απορίες.

Θα μάθουμε στην πορία, ο χρόνος θα φανερώσει όλες τις απαντήσεις. Ο χρόνος, που μας κάνει να ξεχνάμε. Ο χρόνος που μας κάνει, δυστυχώς να θυμόμαστε.