Κείμενο: Δημήτρης Σούκουλης
Συγγραφέας

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Δεν έχω αποφασίσει αν θα βάλω να σας τα πει η Νικολέτα, σε τρίτο πρόσωπο ή θα σας τα διηγηθώ απευθείας εγώ σε πρώτο ενικό. Να πάρω ενώπιόν σας προσωπική τοποθέτηση. Αν τα πω εγώ, σε πρώτο πρόσωπο, εκτίθεμαι. Όχι πως με ενδιαφέρει και ποσώς, αλλά καλύτερα θα ήταν να κρύβομαι πίσω από το δάχτυλο με τους αδιάκριτους αναγνώστες πού και πού. Να κρατώ κάποιες ισορροπίες και συμβάσεις. Να σας τα πω ως ουδέτερος αφηγητής πίσω από ένα φθαρμένο παραβάν, έχοντας τραβήξει στην τύχη ένα βιβλίο. Κατά πόσο τυχαίο είναι αυτό το βιβλίο και για ποια αιτία έπεσε ο τίτλος του στα χέρια μου είναι πάλι και αυτό μια άλλη ιστορία.

Το παραβάν το οποίο αναιρεί την υλική μου παρουσία και μου προσάπτει μια ανούσια διατρητότητα σαν τρυπητή κουτάλα που δεν κατάφερε στο τέλος να ξεχωρίσει τα χόρτα από το ραδικόζουμο κι όλα χύθηκαν τελικά στον νεροχύτη, αν αυτό βέβαια σας κινεί την περιέργεια έστω και λίγο, είναι ξύλινο, σε σκούρο χρώμα και έχει εσωτερική επένδυση από ρυζόχαρτο. Στην επιφάνειά του ξετυλίγονται κλαδιά και άνθη κερασιάς. Σχεδόν μοσχοβολάνε. Ενθύμιο από ένα ταξίδι της ενοίκου στην Ιαπωνία, όταν το γιεν ήταν φθηνό και η συναλλαγματική ανταλλαγή συμφέρουσα. Στις δυο κόχες του ξύλινου πλαισίου έχει σφηνώσει δυο polaroid. Ο καιρός έχει περάσει κι από τότε οι στημένες φιγούρες μπροστά από ένα ικτερικό φόντο σέπια έχουν αλλάξει μέχρι και έκφραση —λίγο από την ορθοστασία και λίγο πιο πολύ, επειδή βλέπουν ξαφνιασμένοι πια πως τα πράγματα δεν τους πήγαν όπως έπρεπε.

Το έπιπλο, το παραπέτασμα δηλαδή που μας χωρίζει, φανταστείτε το κάτι μεταξύ δοκιμαστηρίου και καλόγερου τώρα πια. Από κάτω του ένα ζευγάρι γόβες από την προηγούμενη νυχτερινή έξοδο, λασπωμένες από σκόνη που είχε κατακαθίσει τους άνομβρους μήνες στα πλάγια του δρόμου και τώρα με το ψιλόβροχο πιτσιλάει στα τακούνια και λεκιάζει πιο εύκολα, ιδιαίτερα αν βιάζεσαι και τρέχεις. Μετά τα μεσάνυχτα είχε βάλει βροχή. Αυτό το είχατε μάθει κι εσείς. Όλοι την περίμεναν. Σαν να διψούσαν. Οι γριές αναφωνούσαν στα μπαλκόνια «ωσαννά» κάνοντας μεγαλοσταυρούς, σήκωναν το κεφάλι ψηλά και άνοιγαν το στόμα βγάζοντας τη γλώσσα έξω για τις πρώτες σταγόνες. Το δελτίο καιρού εδώ και μια εβδομάδα προανήγγελλε με τακτικότητα στις ανά τρίωρες ανακοινώσεις έντονα καιρικά φαινόμενα, αποφράδες ημέρες, λοιμούς και Αρμαγεδδώνες. Η επανείσοδος της ενοίκου είχε επισπευθεί. Μη με ρωτήσετε γιατί. Μην είστε αδιάκριτοι. Ένα μόνο θα σας πω από εκείνο το βράδυ. Χωρίς να ξεβαφτεί και ν’ αλλάξει είχε πέσει μπρούμυτα στο κρεβάτι. Η τσίχλα που μασούσε και δεν είχε φτύσει τής είχε αφήσει μία ωραία γεύση οδοντόκρεμας στο στόμα το πρωί, αστραφτερά δόντια, πρησμένους λεμφαδένες και βρεγμένη τη δαντελωτή μαξιλαροθήκη από τα σάλια που έτρεχαν από την άκρη. Ξύπνησε από την αφυδάτωση. Ένιωσε στραγγισμένη. Νόμισε ότι είχε κλάψει. Δεν παρενέβην. Την άφησα να πιστέψει αυτό που τη βόλευε. Έτσι άλλωστε κάνουμε όλοι. Πιστεύουμε αυτό που θέλουμε να πιστέψουμε. Γιατί να της επιρρίψουμε τα άδικα; Δε θα αναφερθώ άλλο στην ένοικο που με φιλοξενεί προσωρινά και μου επινοικιάζει το δωμάτιο και το παραπέτασμα για την αφήγησή μου και για όσο αυτή κρατήσει. Έτσι τα είχαμε συμφωνήσει. Θα μείνω μέχρις ότου να σας διαβάσω και την τελευταία γραμμή. «Ό,τι δω και ακούσω θα μείνει μεταξύ μας. Δε συμπεριλαμβάνεται καφές ή νερό στην προσωρινή διαμονή. Αν πεινάσω ή διψάσω να έχω προνοήσει από πριν να φέρω κάτι μαζί μου. Να μην τραβήξω καζανάκι αν χρειαστεί να πάω στο μπάνιο. Το φλοτέρ έχει κολλήσει από τα άλατα και χρειάζεται ιδιαίτερη τεχνική για να ξεκολλήσει». Εξ’ άλλου ό,τι αναφέρεται στην ένοικο είναι μια παρένθεση. Όπως κι αυτή η αφήγηση. Κι η ίδια έτσι θεωρεί τη ζωή της, παρενθετική σε μία άλλη ζωή, κάποιων άλλων. Κι οι άλλοι παρενθέσεις στη δικιά της. Από παλιά έτσι της είχε φανεί. Τώρα όμως που έχει αποκτήσει μια διαύγεια από τα γεγονότα της προηγούμενης νύχτας, βλέπει πως δεν έχει κατασταλάξει κάπου. Η μία παρένθεση ακολουθεί παρά πόδας, κολλητά την άλλη. Όλων των τύπων. Κι όλοι αγαπητικοί τής στριμώχνονται. Και σε στρογγυλές και σε τετράγωνες και σε αγκύλες. Και πρωτευουσιάνοι και επαρχιώτες. Στις αγκύλες έχουν μπει οι πιο σημαντικές ιστορίες αγάπης που την κάνουν ακόμα να νιώθει τα βράδια ένα λαχάνιασμα, μια αρρυθμία. Όλες ανοιχτές οι ιστορίες της, σαν βιβλίο που έχει όλα τα κεφάλαια να τρέχουν και να εξελίσσονται παράλληλα. Καμία από τις ιστορίες της δεν έχει κλείσει. Η ίδια δηλαδή δεν το προσπάθησε. Τις παράτησε με τις παρενθέσεις ανοιχτές. Το ‘βαζε στα πόδια. Σαν σε μία συνάρτηση στα μαθηματικά που δεν έχεις ακόμα ξεκινήσει να κάνεις τις παρενθετικές πράξεις, να βρεις το επιμέρους αποτέλεσμα και κάπου μέσα από τους αριθμούς του κόσμου χάνεσαι. Ούτε προστίθεσαι με κάποιους ούτε αφαιρείσαι με μείον από τη ζωή τους ούτε διαιρείς συναισθήματα με άλλους ούτε μοιράζεσαι στιγμές και φυσικά ούτε πολλαπλασιάζεσαι. Ούτε καν αυτό. Σου λείπει η θέληση σύνδεσης, της στενής επαφής, του κλειδώματος του σώματος, της ταύτισης της ψυχής σου. Ακόμα και γι’ αυτή τη συνουσία, τη συνεύρεση υπό τη μοναδική προϋπόθεση να συμπίπτουν οι γόνιμες μέρες, πράγμα απλό σα να τραβάς μια γραμμή απλοποίησης σε αριθμούς μειώνοντας στο ελάχιστο τον αριθμητή και τον παρανομαστή, παραμένεις εντούτοις μια μονάδα. Μια μονάδα ενοίκου στα μπρούμυτα, μία μονάδα μιας αφελούς Νικολέτας, μια μονάδα ενός ευκαιριακού αφηγητή κι ενός βαριεστημένου αναγνώστη. Όσο το σκέφτομαι, εμείς οι τέσσερις είμαστε μια παρένθεση παγιδευμένη ο ένας στον άλλον. Κάτι ξέρω εγώ από εσένα, κάτι κι εσύ γνωρίζεις από τη δική μου ιστορία. Κάτι παραπάνω απ’ ό,τι θα έπρεπε. Κάτι φαντάζεσαι, κάτι υπονοώ εγώ, κάτι ακόμα ψελλίζει η Νικολέτα στο αυτί της ενοίκου που προσποιείται πως κοιμάται, αλλά μέσα της νιώθει πως έτσι είναι και γι’ αυτό, μυρίζοντας την απειλή, γυρνάει πλευρό. Ζούμε προστατευμένοι, από απόσταση, ο καθένας στην ασφάλειά του, στη σιγουριά του ότι δεν πρόκειται να συναντηθούμε, να σκουντουφλήσουμε ο ένας στου άλλου τα μυστικά, στις πιο βαθιές πληγές και επαναλαμβανόμενους εφιάλτες. Γι’ αυτό υπάρχει και η λύση αν δε θες με τίποτε να ανοίξεις μια παρένθεση, να τραβήξεις μια πλάγια γραμμή. Έχει μεγάλη διαφορά η θέση της και η λειτουργία της από τις παρενθέσεις όλων των λογιών. Σφάλλετε εάν νομίζετε πως διαιρεί, χωρίζει, δίνει αποτέλεσμα. Σημαίνει απλά πως μπορεί να είναι κι έτσι αλλά μπορεί και όχι. Πάντα σου δίνει τη δεύτερη ευκαιρία, μια δεύτερη επιλογή, μια διέξοδο, μια διάζευξη αλλά μένει κι αυτή μετέωρη. Το κακό είναι ότι φράζει όλες τις προηγούμενες όπως τρίγωνο σανιδάκι, σφήνα σε πόρτα, μπλοκάρει και δεν ανοίγει.

Το παραβάν λοιπόν πρώτα, όπως συμβαίνει με τα καινούρια «κοσκινάκια», είχε καθαρά διακοσμητική αξία και έπιανε σχεδόν όλο το δωμάτιο, αναγκάζοντας την ένοικο και τους εποχιακούς εραστές της να κάνουν κύκλους. Μέσα από αυτή την προστατευτική διακοσμητική ασπίδα, εγώ, λοιπόν, θα σας διαβάζω αυτή την τεθλασμένη ιστορία, με ανούσιες αναδρομές και ανοιχτές παρενθέσεις, μέχρι κάπου να σας συναντήσετε. Η φωνή μου θα αντηχεί στην ένδυση του παραβάν και θα διαφεύγει με αλλοιωμένη χροιά δίπλα, από πάνω και θα μικροφωνίζει, κάνοντας παχύ το σίγμα μου από μία μικρή τρύπα, ένα γδάρσιμο αγνώστου αιτίας, δίπλα ακριβώς στον ξύλινο σκελετό, στα αριστερά. Ίσως αυτό το γδάρσιμο να ήταν η αιτία να είχε χάσει και την αξία του.

Τι έλεγα; Α, ναι. Πίσω από το δάχτυλο λοιπόν να κρύβομαι. Εκείνο με το φαγωμένο μου νύχι —ποτέ μου δεν είχα καταλάβει σε ποιο απ’ όλα αναφέρεται η ρήση, φαντάζομαι στον δείκτη αν και ο αντίχειρας είναι πιο πλατύς και πιο αποτελεσματικός στο να κρύβεσαι και να εμφανίζεσαι μισοφέγγαρος, όταν γέρνοντας πρέπει να ρίξεις μια ευθεία και κλεφτή ματιά στον άλλον αν σε ακολουθεί, αν σε ακούει, τις αντιδράσεις του, την ώρα που γέρνει ηττημένος, παραδομένος, γυμνός, έρμαιο. Μετά βγαίνεις από τη φωλιά σου και πέφτεις στον ορίζοντα της ματιάς του.

Αν κάποιος με ρωτούσε αποφασίζοντας να βγει από τη νύστα του ή την απάθειά του για ν’ ανοίξει στον μονόλογό μου μια τρύπα και παρένθεση κι αυτός με τη σειρά του να ασκήσει το δικαίωμα της παρέμβασης, αν τη Νικολέτα τη συνάντησα σε κάποιο αεροδρόμιο στο εξωτερικό ή κάπου αλλού να τρώει κι αυτή τα βαμμένα νύχια της με τα λόγια της, θα του απαντούσα πως σε κάθε αεροδρόμιο, σταθμό, στάση του μετρό ή υπέργειο στέγαστρο του τραμ και των υπεραστικών λεωφορείων έχει τουλάχιστον κι από μία. Τις βρίσκεις κυρίως στους εξωτερικούς ξύλινους πάγκους των τυροπιτάδικων να κοιτάνε προς την πωλήτρια και να πετούν μέσα τους τυρόπιτες, αρτοποιήματα σφολιάτας, υπερθερμιδικούς καφέδες, εκτινασσόμενη σαντιγί από προωθητικά αέρια, μοναξιά και αγωνία. Μέρος της ανησυχίας με τρίμματα και ψίχουλα μπαίνουν στις τσάντες τους και τις κουβαλούν επιστρέφοντας στο σπίτι τους. Εγώ πάλι —να ένα στοιχείο που μας δένει με την ηρωίδα— τρώμε κι οι δυο τα νύχια μας. Αυτή τα έχει βαμμένα με κόκκινο σμάλτο και επάνω έχει κολλήσει αυτοκόλλητα με στρας. Κι οι δυο μας λοιπόν υποφέρουμε από ονυχοφαγία κι από άγχος. Η ένοικος πάλι τα κρύβει. Αν θέλει να δίνει στον εαυτό της μια τελευταία ευκαιρία και στο ξέφτισμα ακόμα μία κι έπειτα ακόμα μία άλλη, που ουσιαστικά της αλλάζει μόνο το βαφτιστικό, πρέπει να φροντίζει την εξωτερική της εμφάνιση. Να φαίνεται απαλή και βελούδινη, εύθραυστη και διαθέσιμη σαν αφίσα πωλητηρίου σε τοίχο. Φοράει ψεύτικα, πλαστικά και καλά λιμαρισμένα. Είχε ευθυγραμμιστεί με τις απαιτήσεις των εκάστοτε φίλων της. Παλαιότερα τής είχαν παραπονεθεί οι εραστές της πως τους πλήγωνε την πλάτη και κάθε φορά, ανάλογα με τη διάθεση της στιγμής τη συμβούλευαν ή την επέπλητταν. Αποφάσισε λοιπόν να λιμάρει τις φαγωμένες άκρες και να τα αντικαταστήσει. Από πάνω τους έχουν περαστεί δυο πλούσια χέρια από καφέ γυαλιστερό βερνίκι από την υπάλληλο του κέντρου καλλονής της γειτονιάς. Μην απατάσθε. Από κάτω είναι όλα τους φαγωμένα. Η στρεσογόνος κατάστασή της για ζευγάρωμα την είχε οδηγήσει σε μία αδηφαγία, βουλιμία εναντίον της, ένα είδος κανιβαλισμού. Ξεφλούδιζε τις παρανυχίδες σαν ώριμη μπανάνα εισαγωγής για να φτάσει στο εδώδιμο μέρος τους. Τώρα κανείς δεν τα υποψιάζεται. Μόνο αυτή γεύεται σαν σε οργασμό το τσούξιμο διαρκείας από την κυανοακρυλική σύνθεση της κόλλας και ανταλλάσουν εσωτερικά, σιωπηλά, τοξικότητες και απόβλητα. Λοιπόν κάπου χανόμαστε και κάπου τα βρίσκουμε. Κάπου συναντιόμαστε όλοι εμείς οι τρεις κι εσείς που με διαβάζετε αντί να κάνετε κάτι καλύτερο. Είμαστε όλοι κατά κάποιο λόγο ένθετα διαφημιστικά φυλλάδια σε περιοδικό ποικίλης ύλης.

Λοιπόν media res, όπως και η μετρημένη ζωή της —από επιλογή των άλλων που της κράτησαν μεζούρες, χάρακες, πήχεις ξύλινους μοδιστράδικου και της μετρούσαν από τις μπουκιές μέχρι και τις ανάσες για να τις φέρουν στα μέτρα τους και να είναι πιο ποθητή, η Νικολέτα της Ημεδαπής με μόνιμη κατοικία της Αλλοδαπής, μετά το check in είχε σκαρφαλώσει με δυσκολία σε ένα σκαμπό αρκετά ψηλό για τα γούστα της και το μεσογειακό μπόι της. Έβρισκε ιδιαίτερα άβολο το μέρος που είχε καθίσει: ένιωθε πως ο κόσμος την παρατηρούσε και αυτή με αμηχανία ανακάτευε με προσεχτικές κινήσεις τον καφέ της, έβαζε γλυκαντικό που δεν το συνήθιζε κι έκοβε με μαχαίρι και πιρούνι τη μηλόπιτα που της είχαν σερβίρει, προσέχοντας να μη βγουν τα ψίχουλα από το γείσο του πορσελάνινου πιάτου. Στο σπίτι στα κρυφά —και τώρα πάλι που κάθεται δίπλα μου και σας τα διηγούμαι και νιώθει πιο άνετα και μεγαλύτερη σιγουριά— τρώει με το χέρι και καταπίνει κομμάτια χημικά λευκασμένης χαρτοπετσέτας. Έτσι κι αλλιώς, μου προφασίζεται, το χαρτί είναι άγευστο και το γλυκό δε χάνει σε ποιότητα. Κοντόχοντρη, με ένα μέρος από τα οπίσθιά της να ξεχύνονται έξω από το λουστραρισμένο κάθισμα του σκαμπό, από κάτω της κρέμονται τα πόδια και μια αμφιβολία που σαν ιστός αράχνης μακραίνει και πάει να πάρει τη μορφή ενός δεδομένου, ενός παραλειπόμενου που γίνεται συνείδηση. Δίπλα της σειρά ταξιδιωτών, ιπτάμενων συνοδών προς επιβίβαση, καθαρίστριες και μελλοντικές παρενθέσεις, όπως οι ένθετες προηγούμενες ιστορίες της που τις άφησε ανοιχτές να κρυώνουν όπως καυτή σούπα σε παράθυρο και πια, ξεχασμένη, δε σου κάνει όρεξη και δεν τρώγεται. Εκεί που πήγαιναν όλα να αρχίσουν μετά το πρώτο φλερτ, εκείνη δεν τους περίμενε. Έχανε κάθε ενδιαφέρον. Γκάζωνε. Έφευγε λέγοντας πως δεν είναι οι περιστάσεις κατάλληλες. Τους αιφνιδίαζε. Μετακινιόταν στην σκακιέρα τους σε σχήμα γάμμα όπως το άλογο και τους ακύρωνε κάθε σχέδιο ερωτικής στρατηγικής. Ματ σε βασιλιά. Τέλος της παρτίδας. Με κάποιους, με τους περισσότερους δηλαδή, είχε βρεθεί μόνο μια νύχτα. Την επόμενη μέρα δεν απαντούσε στις κλήσεις. Στον δρόμο, αν τύχαινε να τους συναντήσει, χαμογελούσε, έπιανε κουβέντα και κατάπινε μπαστούνι όλο άμυνες. Αισθήματα άγριας αγκινάρας και κάκτου. Οι περισσότεροι ένθετοι στη ζωή της ήταν ιθαγενείς, ντόπιοι, με θολά γαλάζια μάτια, κοκκινωποί ή ξανθοί με ανοιχτά χρώματα και κρύο στήθος, σουρωμένες μικρές ρόγες, ρουφηγμένες κοιλιές, αδύνατα ξυρισμένα πόδια. Αυτή πάγωνε σαν ξεκολλούσε από πάνω τους, έπαιρνε μια μικρή εφεδρική κουβέρτα από το πάτωμα, έπειτα προσποιούνταν πως κοιμόταν και διαισθανόταν την τελική κατάληξη. Ούτε κι αυτή η σχέση θα λειτουργήσει, έλεγε. Το επόμενο πρωί, όλο φιλοφρονήσεις και ευγένειες, τούς ετοίμαζε πλούσιο πρωινό, άπλωνε φρυγανιές, έστρωνε μαρμελάδες και βούτυρα, έχυνε καφέδες και μόλις αυτοί έφευγαν τραβούσε ένα χι. Χι στο ημερολόγιο πάνω από το ψυγείο και χι στον αθλητικό τύπο που μόλις είχε κατέβει τις σκάλες. Χι σε όποια σχέδια υποσχόταν η νέα γνωριμία και χι ακόμα και σε αυτή την προσπάθεια να μην επιβεβαιωθεί η αδυναμία σύνδεσης. Η εξωτερική εμφάνιση δεν της ήταν ποτέ πρόβλημα. Δεχόταν από την αρχή με καταδεκτικότητα εξομολογητή τη γυμνή σάρκα τους με όποια ψεγάδια και άγγιζε τις ατέλειες με επαγγελματική αδιαφορία παθολόγου από την τριβή των περιστατικών σε κλινική. Άλλα έψαχνε αλλά ακόμα και να τα έβρισκε σε αυτούς για κάποιο λόγο, η πιθανότητα να εγκατασταθεί μόνιμα στο εξωτερικό, να έχει στον τραπεζικό της λογαριασμό δεσμευτική σύναψη στεγαστικού δανείου που να της τραβά το ένα τρίτο από το μισθό και τη μισή ύπαρξή της, να έχει σπίτι με τακτικό κήπο με γκαζόν και καλλωπιστικούς θάμνους που τη χωρίζουν από τη διπλανή κατοικία, εκεί κάπου ανάμεσα να ριζώσει κι αυτή σε αυτό το εύφορο χώμα σα στέρφα μελιτζάνα, κουνουπίδι και να κρατήσει ισορροπίες με την ξένη γειτόνισσα και να μοιράζονται τους κανόνες μιας ασφαλούς κοινωνικής συμβίωσης, ανταλλάσσοντας επισκέψεις, ζαρζαβατικά και μικρές χάρες, την τρόμαζε. Αυτοί που ήταν ξένοι, που είχαν καταγραφεί ως μέτοικοι από άλλες χώρες, πήγαιναν λίγο πιο μπροστά στον χρόνο σε σχέση με τους γηγενείς. Της εγγυούνταν το προσωρινό, πως αργά ή γρήγορα κάποιος από τους δύο θα την τραβήξει έξω, θα της ξεριζώσει τις επιφανειακές ρίζες. Το λάτρευε το προσωρινό. Είχε κατά κάποιο τρόπο γίνει η άμυνά της. Ίσως πάλι να έτρεφε γι’ αυτούς μια παραπάνω συμπάθεια, μια σχεδόν μητρική αγάπη από ό,τι για τον εαυτό της. Παρόλα αυτά και αυτές της οι σχέσεις δεν κρατούσαν ιδιαίτερα.

Και τώρα που βλέπει στο αεροδρόμιο για την επιστροφή επί τη ευκαιρία των εορταστικών διακοπών τα μικτά ζευγάρια, την πιάνει μια θλίψη και μια απόγνωση. Της έρχεται να ξεφωνίσει, σαν σε σκηνή τρομακτικής ιστορίας σε σινεμά. Βλέπει την πιθανότητα να την αγγίζει απειλητικά, αντανακλάται η εκδοχή, η περίπτωση, το στατιστικό δεδομένο. Κάποιους από αυτούς τους φαντάζεται φυλακισμένους. Να έχουν κάνει υποχώρηση. Να έχουν ζυγιάσει τα θετικά και τα αρνητικά πριν την απόφαση. Σε κάποιον γέρνει η ζυγαριά να κάνει μια υποχώρηση.  Σχεδόν τους ακούει στην τραπεζαρία να μιλούν. Κι αυτό είναι ένα πράγμα που δεν το αντέχει πια: τη λογική, τον υπολογισμό για αυτό που είναι το συμφέρον και γι’ αυτό που είναι σίγουρη χασούρα και απώλεια, την απαγόρευση, τα οικογενειακά καθήκοντα που σε καθηλώνουν. Κι έπειτα οι φιλίες του «άλλου», οι αδιακρισίες τους, ο έλεγχος, η κριτική τους, η προσπάθεια απολογίας με εκφραστικά λάθη. Πώς ν’ αποδώσεις την υποχώρηση, το κόστος της, τη βουβή σου συμφωνία σε μια ξένη γλώσσα; Όσο και να την κατέχεις δεν κολλάει ο αναστεναγμός, το επιφώνημα δεν είναι το ίδιο. Ηχεί παράξενα στην προφορά σου. Πέφτει και σπάει.  Να γνωρίζεις ότι είσαι πάντοτε εκτός, ο φερμένος. Αυτό μπορεί να το νιώθεις και εντός αλλά εκτός είναι πιο δυνατή η αίσθηση.

Πριν από τέσσερα χρόνια η ένοικος είχε γνωρίσει τον Andrea. Δεν έμενε εδώ, σε αυτή τη γκαρσονιέρα των 40 τετραγωνικών μέτρων, από την οποία εγώ και η Νικολέτα σας τα διηγούμαστε. Αυτή την έπιασε άρον-άρον από μία γνωστή της, πρώην συνάδελφο, μια εξηνταπεντάχρονη Πολωνίδα, η οποία την άφηνε για να επιστρέψει στην Κρακοβία, καθώς ο γέρος, που κοίταζε εδώ και δεκαπέντε μέρες δουλεύοντας ως οικιακή νοσοκόμα, είχε πεθάνει και δεν υπήρχε λόγος να παρατείνει τη διαμονή της. Θα γύριζε στις κόρες της. Εξάλλου όλο αυτόν τον καιρό είχε αποταμιεύσει αρκετά και τα παιδιά του γέρου τής είχαν δώσει έναν φάκελο με τρία χιλιάρικα ευρώ ως αποζημίωση για την απώλεια της εργασίας και την παύση της συνεργασίας. Την πρώτη μέρα η ένοικος είχε κοιμηθεί με την Πολωνίδα στο διπλό κρεβάτι. Για πρώτη φορά που μοιραζόταν κρεβάτι, ένιωσε εντούτοις ελεύθερη, αν και η γριά, κατάκοπη από τις προετοιμασίες για την αναχώρηση είχε καταλάβει το μισό στρώμα και κοιμόταν λοξά, διαγώνια, όπως συνήθιζε τόσα χρόνια να κοιμάται μόνη της.

Στην είσοδο, δίπλα στην πόρτα, είχε παρατήσει τη βαλίτσα μισάνοιχτη, είχε πετάξει τις γόβες που η γριά είχε τακτοποιήσει κάτω από το στημένο παραβάν και είχε μαζέψει τα μουσκεμένα ρούχα στο καλάθι του πλυντηρίου. Πάνω της η Πολωνίδα νοσοκόμα, μιας και η ένοικος είχε πέσει με τα ρούχα τα οποία έφερναν τη μυρωδιά της βροχής, είχε πετάξει μια κουβέρτα. Δεν είχε φάει. Είπε ότι είχε τσιμπήσει έξω. Σίγουρα θα είχε δειπνήσει στο μπαρ του σταθμού, το οποίο μένει ως αργά, μια και το τελευταίο τρένο φεύγει στις 00:40. Έπειτα κλείνει και ανοίγει ο φύλακας στις πεντέμισι περίπου, όταν καταφτάνει το συνεργείο καθαρισμού και ο πρώτος υπάλληλος του γκισέ στα εκδοτήρια.

Η Maria τής έτριψε με οινόπνευμα τις κλειδώσεις στα χέρια και τους αστραγάλους που της είχε παραπονεθεί πως την πονούσαν του θανατά. Είχε περπατήσει σέρνοντας τη βαλίτσα και υπό μάλης ένα γιαπωνέζικο παραβάν, ενθύμιο από ένα μακρινό ταξίδι πριν από πέντε χρόνια. Μισοτιμής, κοψοχρονιά, είχε πληρώσει περισσότερα για την αποστολή και παρά για την αξία του. Το ρυζόχαρτο είχε ποτιστεί. Μία ζωγραφιστή καρδερίνα στην πάνω αριστερή μεριά είχε ξεβάψει, καθώς μία από τις νάιλον σακούλες από το σούπερ μάρκετ με το οποίο το είχε τυλίξει προφανώς θα ήταν τρύπια σε κάποιο σημείο.

Πριν από δυο μήνες είχε πάει να συζήσει. Ξενοίκιασε. Το σπίτι έξω από την πόλη. Σχεδόν στους αγρούς. Μετέφεραν τα πράγματα με δυο πηγαινέλα. Δύο χιλιόμετρα πιο έξω άρχιζαν οι χωματερές. Χώρεσαν όλα στο πορτμπαγκάζ. Επαρχιακός στενός δρόμος, χωρίς πεζοδρόμια και προστατευτικά κιγκλιδώματα. Πινακίδες για μείωση ταχύτητας, προειδοποίηση για ΑΡΓΑ στην άσφαλτο, βαρέα τροχοφόρα και τρακτέρ.  Έπρεπε τουλάχιστον μία από τις παρενθέσεις να έκλεινε. Πίεσε τον εαυτό της σαν χύτρα ταχύτητας. Την επόμενη μέρα από την μετακόμιση ήρθαν παρεπόμενα: παρουσίαση σε στενούς φίλους, δείπνα με κοντινούς και μακρινούς συγγενείς, η πρώην σύζυγος με το εξάχρονο παιδί, συνάδελφοι από τη δουλειά, οι γείτονες από τη διπλανή μονοκατοικία. Εκείνη τη νύχτα, γύρω στις δύο, άναψε ένας καυγάς. Αποκαλύφθηκε πως δεν της ανήκαν τα ντουβάρια. Δεν τα γνώριζε. Δεν τη βοηθούσαν. Έκανε για την εξώπορτα αλλά η κατεύθυνση ήταν λάθος. Είχε στραφεί αντίθετα προς την αποθήκη. Τη βοήθησε να φύγει σπρώχνοντάς την από τον αγκώνα και να γλιστρήσει στις μαρμάρινες σκάλες. Τα υπόλοιπα είναι παραλειπόμενα.

Η Νικολέτα ζει στην Μπολόνια, εγώ στη Ραβέννα και η ένοικος που με φιλοξενεί και σας μεταδίδω τα παρενθετικά αυτά ανακοινωθέντα στο Μιλάνο.