Άρθρο: Ελίνα Κατσαδούρη
Ψυχολόγος

Επιμέλεια: Δημήτρης Αλεξόπουλος Τσώρας,
Φιλόλογος


Οι περισσότερες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις σήμερα αναγνωρίζουν τον καθοριστικό ρόλο της ενσυναίσθησης στην ποιότητα της θεραπευτικής σχέσης (Freire, 2013). Με τη σειρά της, η θεραπευτική σχέση φαίνεται να αποτελεί καίριο παράγοντα για το αποτέλεσμα της ψυχοθεραπείας και το ποσοστό της συνεισφοράς της στο θεραπευτικό αποτέλεσμα έχει φανεί αρκετά μεγαλύτερο από αυτό του θεραπευτή ή των θεραπευτικών τεχνικών (Lambert & Barley, 2001). Ωστόσο, η ενσυναίσθηση στην προσωποκεντρική ψυχοθεραπευτική προσέγγιση διαφέρει από τις υπόλοιπες προσεγγίσεις. Στην προσωποκεντρική ψυχοθεραπεία, η ενσυναίσθηση αποτελεί μία από τις τρεις πυρηνικές, αναγκαίες και επαρκείς συνθήκες αλλαγής της προσωπικότητας του πελάτη, με τις άλλες δύο να είναι η άνευ όρων αποδοχή και η αυθεντικότητα (Rogers, 1957; Rogers, 1959).

Η ενσυναίσθηση εμφανίστηκε από τον εισηγητή της προσωποκεντρικής θεωρίας, Carl Rogers, για πρώτη φορά το 1951, στο βιβλίο του «Client-Centered Therapy» (Freire, 2013). Ειδικότερα, στη θεωρία αυτή η ενσυναίσθηση ορίζεται ως μια διαδικασία αντίληψης του εσωτερικού πλαισίου αναφοράς ενός άλλου προσώπου με ακρίβεια, σαν κάποιος να είναι αυτό το άλλο πρόσωπο και χωρίς ποτέ να χάνει αυτή τη «σαν να» συνθήκη (Rogers, 1959). Αυτή η υπογράμμιση της συνθήκης «σαν να» είναι απαραίτητη, καθώς αποφεύγεται αφενός η ταύτιση με έναν πελάτη και αφετέρου η συναισθηματική εξάντληση που θα βίωνε ένας θεραπευτής που εργάζεται με πολλούς πελάτες (Patterson & Hidore, 1997).

Σύμφωνα με τις Patterson & Hidore (1997) η διεργασία της ενσυναίσθησης περιλαμβάνει τρεις πτυχές. Πρώτη πτυχή αποτελεί η προθυμία του πελάτη να επιτρέψει στον θεραπευτή να εισέλθει στον προσωπικό του κόσμο μαζί με την αντίστοιχη δεκτικότητα του θεραπευτή προς την επικοινωνία με τον πελάτη. Δεύτερον, ο θεραπευτής πρέπει να μπορεί να δείχνει κατανόηση σε αυτά που του επικοινωνεί ο πελάτης, δηλαδή να μπορεί να βάζει τον εαυτό του στη θέση του πελάτη. Τρίτον, ο θεραπευτής πρέπει να είναι σε θέση να γνωστοποιήσει την κατανόησή του στον πελάτη. Η επικοινωνία της ενσυναίσθησης παραμένει το πραγματικό καθήκον του θεραπευτή. Σημαντικό για αυτό είναι ότι ο θεραπευτής δεν προσεγγίζει τον πελάτη ως ένα αντικείμενο που πρέπει να υποβληθεί σε ερμηνεία από κάποιο εξωτερικό πλαίσιο αναφοράς, αλλά ως υποκείμενο που πρέπει να βοηθηθεί στην αποσαφήνιση του εαυτού του από μέσα, δηλαδή από ένα εσωτερικό πλαίσιο αναφοράς (Van Balen, 1990).

Ο ίδιος ο Rogers (1980) σημειώνει ότι ο καλύτερος τρόπος να επικοινωνηθεί η ενσυναίσθηση είναι η «αντανάκλαση» των συναισθημάτων που φέρνει ο πελάτης.  Η αντανάκλαση των συναισθημάτων περιγράφεται από έναν πελάτη του Rogers ως μια διαδικασία κατά την οποία ο ίδιος αισθάνεται σαν να βρίσκεται απέναντι από έναν μαγικό καθρέφτη, εμπειρία που του επιτρέπει να αποκτήσει μια εικόνα για τον εαυτό του απαλλαγμένη από εξωτερικές αξιολογήσεις (Slack, 1985). Η ήρεμη δεκτικότητα από την πλευρά του θεραπευτή προσφέρει στον πελάτη μια «διορθωτική συναισθηματική εμπειρία» που του επιτρέπει να κάνει ένα βήμα πιο μακριά από ό,τι μπορούσε πριν, να εξετάσει πιο προσεκτικά τα ακατανόητα ή παράξενα συναισθήματά του (Van Balen, 1990).

Όπως αναφέρει ο Barrett-Lennard (1997), η αυτό-ενσυναίσθηση, δηλαδή η ενσυναίσθηση προς τον εαυτό, ανοίγει το δρόμο προς τη διαπροσωπική ενσυναίσθηση, κάτι που συμβαίνει και αντιστρόφως. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο θεραπευτής ανταποκρίνεται μόνο στα προφανή νοήματα του φαινομενικού κόσμου του πελάτη του, αλλά στοχεύει να βυθιστεί στην πισίνα των άρρητων, ασυνείδητων νοημάτων (Rogers, 1966).

Στην προσωποκεντρική θεωρία, η ενσυναίσθηση αποτελεί μια έννοια που συνδέεται βαθιά με την έννοια της «τάσης πραγμάτωσης» (Freire, 2013). Η τάση πραγμάτωσης αφορά την υπόθεση ότι όλα τα όντα διαθέτουν μια εγγενή τάση προς ανάπτυξη, ενίσχυση, διαφοροποίηση και βέλτιστη λειτουργία υπό την προϋπόθεση ότι βρίσκονται στο κατάλληλο κοινωνικό περιβάλλον (Joseph & Worsley, 2005). Αυτή η πίστη στην ικανότητα του ατόμου για βέλτιστη αλλαγή, προς τους σκοπούς που επιθυμεί, είναι και ένας από τους κύριους λόγους που η προσωποκεντρική ενσυναίσθηση διαφέρει από την ενσυναίσθηση που περιγράφεται από άλλες προσεγγίσεις. Η βασική επίπτωση της τάσης πραγμάτωσης στην ψυχοθεραπεία είναι ότι όσο ο θεραπευτής είναι εκεί, παρόν και ακούει, ο πελάτης έχει καλές πιθανότητες να βρει το δρόμο του προς την εξέλιξη (Bohart, 2013).

Είναι η πεποίθηση και η εμπιστοσύνη του θεραπευτή ότι οι πελάτες διαθέτουν από τη φύση τους μια τάση προς ανάπτυξη, που τελικά του επιτρέπει να επιδεικνύει αυτή την ενσυναισθητική στάση στη θεραπευτική σχέση (Freire, 2013). Στην πράξη ως προσωποκεντρικοί θεραπευτές, είναι πραγματικά δύσκολο να μάθουμε να αντιστεκόμαστε στις φυσικές ή κοινωνικές μας παρορμήσεις να «προστατεύσουμε», να «δώσουμε διάγνωση» και να «προτείνουμε θεραπεία». Αυτό που φαίνεται να έχει πραγματικά αξία για την πρόοδο του πελάτη είναι να ακούσουμε με ενσυναίσθηση, αποδοχή και αυθεντικότητα πώς είναι για εκείνον αυτό που μας περιγράφει, χωρίς να βιαστούμε να αποδόσουμε χαρακτηρισμούς από το δικό μας αξιακό σύστημα. Ο προσωποκεντρικός θεραπευτής δεν αναλαμβάνει την ευθύνη να καθοδηγήσει ή να θεραπεύσει τον πελάτη, αλλά να κατανοήσει, να διευκρινίσει και να επικοινωνήσει τις αντιλήψεις του πελάτη για τα προβλήματά του (Patterson & Hidore, 1997).

Η κατανόηση του ανθρώπινου είδους μέσα από το πως οι ίδιοι οι άνθρωποι βιώνουν τον κόσμο τους είναι ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της προσωποκεντρικής πρακτικής (Cooper, 2007). Οι πρώτες δύο από τις συνολικά 19 προτάσεις με τις οποίες ο Rogers (1951) ανέπτυξε τη θεωρία προσωπικότητας δίνουν έμφαση ακριβώς σε αυτή τη βιωματική φύση των ανθρώπων. Στην πρώτη πρόταση, αναφέρεται ότι «κάθε άτομο ζει σε έναν συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο εμπειριών, του οποίου είναι το κέντρο». Στη δεύτερη πρόταση, αναφέρεται: «O οργανισμός αντιδρά στο περιβάλλον όπως αυτό βιώνεται και γίνεται αντιληπτό. Αυτό το αντιληπτικό πεδίο είναι, για το άτομο, η πραγματικότητα».

Οι πελάτες γνωρίζουν σε κάποιο επίπεδο ότι είναι αυτοί οι ίδιοι που γνωρίζουν πολύ βαθιά τις δικές τους εμπειρίες (Patterson & Hidore, 1997). Ο θεραπευτής μπορεί με δοκιμαστικότητα να παρουσιάσει τις εντυπώσεις του για το τι αισθάνεται ότι υπάρχει στις «κρυμμένες γωνίες» του πεδίου αντίληψης του πελάτη, αλλά ο πελάτης έχει τον τελευταίο λόγο και παραμένει το κέντρο (Gendlin, 1968). Ο Rogers (1980) τόνισε πως η διαδικασία της ενσυναίσθησης αποτελεί έναν σύνθετο, απαιτητικό και ισχυρό, αλλά ταυτόχρονα λεπτό και ήπιο τρόπο ύπαρξης που συνιστά την είσοδο στον κόσμο του άλλου με δοκιμαστικότητα. Ο θεραπευτής αποτελεί συντροφιά στον εσωτερικό κόσμο του πελάτη, αφήνοντας εκείνη τη στιγμή στην άκρη τις δικές του αντιλήψεις και έχοντας μία μη επικριτική στάση. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο από πρόσωπα που είναι αρκετά σίγουρα ότι δεν θα χαθούν σε αυτό που μπορεί να αποδειχθεί ότι είναι ο παράξενος κόσμος του άλλου και ότι μπορούν άνετα να επιστρέψουν στον δικό τους κόσμο όταν το επιθυμούν (Rogers, 1980).

Γίνεται συνεπώς φανερή η αναγκαιότητα της συνύπαρξης της ενσυναίσθησης με τις άλλες δύο πυρηνικές συνθήκες, δηλαδή της άνευ όρων αποδοχής και της αυθεντικότητας του θεραπευτή απέναντι στα συναισθήματά του και στον πελάτη. Σύμφωνα με τον Bozarth (1998), δεν υπάρχει ενσυναίσθηση χωρίς αυθεντικότητα, δεδομένου ότι η αυθεντικότητα του θεραπευτή είναι αυτή που του προσδίδει την ικανότητα να βιώνει και να επικοινωνεί την ενσυναίσθηση προς τους πελάτες του. Ο Bozarth (2001) επίσης θεώρησε ότι η ενσυναίσθηση στην προσωποκεντρική θεραπεία είναι ο πιο αγνός τρόπος εκδήλωσης της άνευ όρων αποδοχής. Υποστήριξε ότι η ροτζεριανή ενσυναίσθηση είναι τόσο αλληλένδετη με την άνευ όρων αποδοχή, που μοιάζει αυτές οι δύο να είναι στην ουσία η ίδια εμπειρία.

Συνοψίζοντας, το να είσαι ενσυναισθητικός είναι κάτι πολύ παραπάνω από την απλή εφαρμογή κάποιας τεχνικής, αλλά χαρακτηρίζει τον θεραπευτή στο σύνολό του ως ένας τρόπος ύπαρξης. Η απόκτηση των δεξιοτήτων της ενσυναισθητικής κατανόησης δεν είναι μία απλή διαδικασία, αλλά απαιτεί χρόνο, εξάσκηση και βαθιά εσωτερική συγκέντρωση. Η κοινωνία μας καθώς και το εκπαιδευτικό σύστημα τείνει να ενθαρρύνει μια εξωτερική αξιολόγηση και πολλοί από μας τείνουμε να βγάζουμε εύκολα συμπεράσματα για την άποψη και τη ζωή των άλλων (Patterson & Hidore, 1997). Αυτό μετατρέπει τη δεξιότητα της ενσυναισθητικής κατανόησης σε μία ίσως πρωτόγνωρη διαδικασία, καθώς πολλές φορές δυσκολευόμαστε να ακούσουμε τον άλλον εγκαταλείποντας τις δικές μας υποθέσεις, ερμηνείες ή αντιλήψεις για τα πράγματα. Σημαντικό είναι πως η ενσυναισθητική κατανόηση παρέχεται ελεύθερα από τον θεραπευτή και είναι κάτι που εξαρτάται από εκείνον και όχι από τον εκάστοτε πελάτη (Tausch et al, 1970). Γεγονός που τονίζει για ακόμα μια φορά την ανάγκη ο θεραπευτής να φροντίζει πρωτίστως για τη δική του προσωπική ανάπτυξη.


Βιβλιογραφικές Αναφορές

Barrett-Lennard, G. (1997). The recovery of empathy. Towards others and self. In A.C. Bohart & L.S. Greenberg, Empathy reconsidered: New directions in psychotherapy. Washington, DC: APA.

Bohart, A. C. (2013). The actualizing person. In M. Cooper, M. O’Hara, P. F. Schmid, & G. Wyatt (Eds.), The handbook of person-centred psychotherapy and counselling (pp. 84-101). Palgrave Macmillan.

Bozarth, J.D. (1998). Person-Centered Therapy: a revolutionary paradigm. Ross-on-Wye: PCCS Books.

Bozarth, J.D. (2001). An addendum to beyond reflection: emergent modes of empathy. In S. Haugh and T. Merry, Rogers’ Therapeutic Conditions: evolution, theory and practice. Volume 2. Empathy (pp. 144-54). Ross-on-Wye: PCCS Books.

Cooper, M. (2007). Experiential and Phenomenological Foundations. In M. Cooper, M. O’Hara, P. F. Schmid, & G. Wyatt (Eds.), The handbook of person-centred psychotherapy and counselling (pp. 64-76). Palgrave Macmillan.

Freire, E. (2013). Empathy. In M. Cooper, M. O’Hara, P. Schmid & G. Wyatt, The Handbook of Person-Centred Psychotherapy and Counselling (pp. 165-179). New York: Palgrave Mcmillan.

Gendlin, E.T. (1968). The experiential response. In E. Hammer, The use of interpretation in treatment (pp. 208-227). New York: Grune & Stratton.

Joseph, S., & Worsley, R. (2005). Psychopathology and the Person-Centred Approach: Building Bridges Between Disciplines. In S. Joseph, & R. Worsley, Person-centred psychopathology: A positive psychology of mental health (pp. 1-8). Ross-on-Wye. England: PCCS Books.

Lambert, M. J., & Barley, D. E. (2001). Research summary on the therapeutic relationship and psychotherapy outcome. Psychotherapy: Theory, research, practice, training, 38 (4), 357.

Patterson, C. H., & Hidore, S. C. (1997). The Therapist I: Necessary Conditions. In C. H. Patterson & S. C. Hidore, Successful Psychotherapy: A Caring, Loving Relationship. Northvale, N.J. : Jason Aronson, Inc.

Rogers, C. R. (1951). Theory of Personality and Behaviour. In C. Rogers, Client-Centered Therapy. Its current practice, implications and theory (pp. 481-533). London: Constable.

Rogers, C. R. (1957). The necessary and sufficient conditions of therapeutic personality change. Journal of Consulting Psychology. Vol. 21 (No. 2), 95-103. doi: https://doi.apa.org/doiLanding?doi=10.1037%2Fh0045357

Rogers, C. R. (1959). A theory of therapy, personality, and interpersonal rela-tionships as developed in the client-centered framework. In S. Koc, Psychology: a study of science. Volume 3. Formulations of the person and the social context (pp. 154-256). New York: McGraw Hill.

Rogers, C. R. (1966). Client-centered therapy. In S. Arieti, American handbook of psychiatry (pp. 183-200). New York: Basic Books.

Rogers, C. R. (1980). Empathic: An Unappreciated Way of Being. In C. Rogers, A Way of Being (pp.137- 163). Boston: Houghton Mifflin.

Slack, S. (1985). Reflections on a workshop with Carl Rogers. Journal of Humanistic Psychology.

Tausch, R., Bstine, R., Friese, H., & Sander. K. (1970). Variablen und Ergehnisse bei Psychotherapie mit alternierenden Psy-chotherapeuten. Verlag fur Psychologie.

Van Balen, R. (1990). The Therapeutic Relationship according to Carl Rogers, only a Climate? A Dialogue? Or Both?. In G. Lietaer, J. Rombauts & R. Van Balen, Client-Centered and Experiential  Psychotherapy  in   the  Nineties.  Leuven:  Leuven University Press.