Κείμενο: Aντώνης Κοντάκης
Φυσικοθεραπευτής

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Την Τρίτη ημέρα κατά τα γραφάς, ο Θεός δημιούργησε τα λουλούδια.
Αμέτρητα αντίγραφα, κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του πρώτου.
Με ό,τι μπορούσε να φανταστεί για πέταλα, με ό,τι μπορούσε να οραματιστεί για μίσχο.
Τα χρώματα μονάχα άλλαξε, γιατί πενθούσε την τόση ομοιότητα.
Από βαρύ κόκκινο και πορφυρό της εξουσίας, μέχρι λευκό, διάφανο και ασκόνιστο.
Κάλυψαν τις επιφάνειες, στέριωσαν σε ξερολιθιές και σε άπλετους λειμώνες.
Σε μοναχικά, και ανάδελφα κορφοβούνια, στις δαντελωτές και καμπυλωτές ακροθαλασσιές.
Και όταν στο τέλος της μέρας, που δεν είχε ακόμη ανατείλει, ξαπόστασε να απολαύσει το έργο του, απέμεινε συνοφρυωμένος, βλοσυρός και ανικανοποίητος.
Η ομοιότητα εξακολουθούσε να είναι μια πληγή.
Και όταν θα δημιουργούσε τον ήλιο, κάτω από το εκτυφλωτικό και νεογιλό του φως,
θα ντρεπόταν ακόμη περισσότερο για την απαράλλαχτη αντανάκλαση.
Και πρόσθεσε φύλλα πολύσχημα, μακρόστενα, κυματοειδή, κυρτά, χνουδαλά και δύσκαμπτα.
Και πρόσθεσε αγκάθια που ξεγλιστρούσαν από κάθε κατεύθυνση και θα τρύπωναν στις περίεργες σάρκες του κατ΄ εικόνα δημιουργήματός του.
Και τα όμορφα λουλούδια φαίνονταν ακόμη πιο υπέροχα μέσα στην ανομοιογένεια των φυτών.
Και τα λιγότερο όμορφα λουλούδια φάνταζαν απαράμιλλα, σπάζοντας την κουραστική τελειότητα που και τον ίδιο τον Θεό δυσαρεστούσε.
Και μόνο τότε, ανέφελος, περήφανος και λυτρωμένος,
αντιλήφθηκε την απέχθεια προς έναν κόσμο ασήμαντο μέσα στην πανομοιότητά του.
Και εγένετο η διαφορετικότητα.