Κείμενο: Λιβά Φωτεινή

Ψυχολόγος-Ειδικευόμενη Ψυχοθεραπεύτρια

Επιμέλεια: Ξανθοπούλου Χαρούλα

Φιλόλογος


Η νευροπλαστικότητα του εγκεφάλου

Σήμερα γνωρίζουμε ότι η ανάπτυξη και σχηματοποίηση του εγκεφάλου δεν καθορίζεται μόνο από γενετικούς παράγοντες αλλά και μέσα από τη συνεχή διάδραση με το περιβάλλον. Αυτή μάλιστα η διαμόρφωση δεν σταματά στην παιδική ηλικία καθώς το κάθε άτομο διατηρεί και στην ενήλικη ζωή τη δυνατότητα επαναχαρτογράφησης των φλοιώδων περιοχών και δικτύων του εγκεφάλου. Η δυνατότητα αυτή είναι εφικτή χάρη στην φύσει ικανότητα του εγκεφάλου να αλλάζει, να προσαρμόζεται και να επαναδημιουργείται ως αποτέλεσμα της μάθησης και των εμπειριών της ζωής (Fuchs, 2004). Η παραπάνω διαδικασία είναι γνωστή με τον όρο νευροπλαστικότητα. Το παλαιό επομένως δίλημμα του «φύση ή ανατροφή» έχει από καιρό καταρριφθεί καθώς είναι πλέον ξεκάθαρο ότι τόσο η βιολογία όσο και το περιβάλλον είναι εξίσου ικανοί παράγοντες ούτως ώστε να δημιουργήσουν και να τροποποιήσουν τις δομές του εγκεφάλου μας, τη χημεία και κατ’επέκταση την ανθρώπινη συμπεριφορά.

Τα γονίδια και οι περιβαλλοντικοί παράγοντες επιφέρουν τροποποιήσεις στον εγκέφαλο με την ενεργοποίηση του ίδιου μηχανισμού, τον μετασχηματισμό δηλαδή των συνάψεων μεταξύ των νευρώνων ή, αλλιώς, των νευρικών κυττάρων (άρα της επικοινωνίας μεταξύ τους). Όταν δηλαδή μιλάμε για περιοχές του εγκεφάλου όπως ο μετωπιαίος φλοιός, η αμυγδαλή, ο ιππόκαμπος κ.α., αναφερόμαστε σε περιοχές του εγκεφάλου που αποτελούνται από τεράστιο αριθμό νευρικών κυττάρων τα οποία είναι οργανωμένα ώστε να εκτελούν μια σειρά λειτουργιών. Οι νευρώνες αυτοί μέσα στα συστήματα του εγκεφάλου μας χρειάζεται να είναι ικανοί να μορφοποιούνται ξανά και ξανά με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούμε να μαθαίνουμε, να θυμόμαστε, να δρούμε και γενικά να προσαρμοζόμαστε στις διάφορες καταστάσεις γύρω μας (Cozolino, 2017). Λόγω της νευροπλαστικότητας λοιπόν, η έκθεση των ανθρώπων σε ερεθίσματα του περιβάλλοντος -κυρίως υψηλής έντασης και συχνότητας- ωθεί τον εγκέφαλό μας να ανταποκριθεί με τρεις διαφορετικούς τρόπους: α) αλλάζοντας την συνδεσιμότητα των νευρώνων (ενίσχυση ή αποδυνάμωση της μεταξύ τους επικοινωνίας, β) επέκταση των ήδη υπαρχόντων νευρώνων και γ) δημιουργία νέων κυττάρων (νευρογένεση). Όσο πιο εμπλουτισμένο σε ερεθίσματα είναι ένα περιβάλλον (π.χ. εκπαιδευτικά ερεθίσματα, απόκτηση νέων δεξιοτήτων, εμπλοκή σε νοητικές δραστηριότητες), τόσο περισσότερο ανταποκρίνεται ο εγκέφαλος με τους τρεις παραπάνω τρόπους. Το παραπάνω καταδεικνύει ότι χάριν της νευροπλαστικότητας έχει τη δυνατότητα να ανανεώνεται μόνος του προς διάφορες κατευθύνσεις (Cappas, Andres-Hyman & Davidson, 2005, Cozolino, 2017).

 

Ψυχοθεραπεία & Νευροπλαστικότητα

Οι σύγχρονες μέθοδοι μελέτης της εγκεφαλικής δραστηριότητας (SPECT, PET, MRI) έχουν βοηθήσει στη νευροαπεικόνιση και μας επιτρέπουν να εξετάζουμε πλέον τι συμβαίνει στον ανθρώπινο εγκέφαλο τόσο σε κυτταρικό όσο και μοριακό επίπεδο. Κάθε αλλαγή επομένως στις ψυχολογικές μας διεργασίες αντανακλάται στη λειτουργία του εγκεφάλου (Karlsson, 2011). Από την οπτική της νευροεπιστήμης, η ψυχοθεραπεία μπορεί να θεωρηθεί ως ένα εμπλουτισμένο περιβάλλον έτσι σχεδιασμένο ώστε να ενισχύει την νευροπλαστικότητα, ή μάλλον, να εκμεταλλεύεται αυτήν τη δυνατότητα σε σημαντικό βαθμό (Cozolino, 2017).

Η συνειδητή σκέψη ενός ανθρώπου αποτελεί ένα προϊόν πυροδότησης των νευρώνων. Η συνεχής πυροδότηση (δηλαδή η διαδικασία του σκέπτεσθαι) δημιουργεί ένα μετρήσιμο ηλεκτρομαγνητικό πεδίο στον εγκέφαλο. Η σκέψη επομένως, είναι μια μορφή ενέργειας. Όταν η έκθεση σε μία εμπειρία (όπως μια διαδικασία ψυχοθεραπείας) προάγει την κατευθυνόμενη σκέψη, φαίνεται να μπορούν να τροποποιηθούν οι πρωτεϊνες που δρουν ως πύλες στην ενεργοποίηση ή απενεργοποίηση των γονιδίων, ελέγχοντας έτσι την έκφρασή τους. Στο σημείο αυτό γίνεται κατανοητό ότι ο εγκέφαλός μας δεν αλλάζει μόνο μέσω των εμπειριών αλλά και μέσα από την νοητική διεργασία μας (Seth, 2009).

Αξίζει να σημειωθεί ότι η ψυχοθεραπεία δρα ως ένα πλαίσιο εντός του οποίου ενεργοποιείται και ενισχύεται η έκφραση του άγχους και των τραυματικών βιωμάτων, των σκέψεων και των συναισθημάτων.  Στο οργανωμένο και καθοδηγούμενο από ειδικούς περιβάλλον πραγματοποιείται ο συντονισμός μιας αφήγησης μέσα σε κλίμα ενσυναίσθησης. Οι θεραπευόμενοι ενθαρρύνονται να αντέχουν τα επίπεδα άγχους τους, το φόβο που έρχεται στην επιφάνεια από την περιγραφή αναμνήσεων με αποτέλεσμα τα νευρωνικά δίκτυα του εγκεφάλου που υπό τυπικές συνθήκες δεν θα ενεργοποιούνταν λόγω του μηχανισμού της αποφυγής, να γίνονται ενεργά και διαθέσιμα για να συμπεριλάβουν ομαλά στη συνείδηση την όποια επεξεργασία εμπειρίας φέρνει ο θεραπευόμενος. Η επαναλαμβανόμενη αυτή έκθεση στο στρες εντός του συγκεκριμένου πλαισίου υποβοηθά το άτομο να είναι ανθεκτικό σε αυξημένα επίπεδα διέγερσης, με αποτέλεσμα ο εγκέφαλος να μαθαίνει την αυτορρύθμιση των συνοδών δυσφορικών συναισθημάτων, δημιουργώντας μια γνωστική ευελιξία (Cozolino, 2017). Ενδιαφέρον επίσης είναι το εύρημα ότι οι τεχνικές της ψυχοθεραπείας που βασίζονται στη φαντασία έχει αποδειχθεί ότι ενεργοποιούν σχεδόν τις ίδιες περιοχές του εγκεφάλου που ενεργοποιεί η αντίληψη. Εφόσον λοιπόν η εμπειρία βοηθά την πλαστικότητα του εγκεφάλου, η ενεργοποίηση αντίστοιχων περιοχών μέσω της φαντασίας μπορεί να δώσει παρόμοια αποτελέσματα (Cappas, Andres-Hyman & Davidson, 2005).

Παλαιότερες και πιο νέες έρευνες καταδεικνύουν τις νευροβιολογικές αλλαγές σε ανθρώπους μετά την ψυχοθεραπεία. Για παράδειγμα o Karlsson (2011) σε βιβλιογραφική ανασκόπηση ερευνών αναφέρει μεταξύ άλλων ότι σε μία από τις πρώτες έρευνες σχετικά με την ψυχοθεραπεία και τη νευροπλαστικότητα συνέκριναν ανθρώπους που έλαβαν γνωσιακή-συμπεριφορική ψυχοθεραπεία (ΓΣΘ) με άτομα που έλαβαν θεραπεία με φλουοξετίνη και διαπίστωσαν παρόμοιες εγκεφαλικές αλλαγές. Επίσης στην ίδια ανασκόπηση φαίνεται ότι η ΓΣΘ, η Διαλεκτική συμπεριφορική θεραπεία και η ψυχοδυναμική θεραπεία άλλαξαν την λειτουργία του εγκεφάλου σε άτομα που υπέφεραν από κατάθλιψη, ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, διαταραχή πανικού, κοινωνική φοβία, μετατραυματικό στρες και οριακή διαταραχή προσωπικότητας. Οι αλλαγές εντοπίζονται σε περιοχές του εγκεφάλου όπως ο ιππόκαμπος που σχετίζεται κυρίως με τη μνήμη και τη μάθηση (αύξηση του μεταβολισμού μετά τη θεραπεία), στον προμετωπιαίο φλοιό που σχετίζεται με τη γνωστική δραστηριότητα των ατόμων (μετά τη θεραπεία αυξήθηκαν τα επίπεδα γνωστικού ελέγχου των ασθενών) ενώ σε άλλες περιοχές που υπερλειτουργούσαν κατά την περίοδο που υφίστατο κάποια διαταραχή, μετά την ψυχοθεραπεία παρατηρείται μείωση δραστηριότητας (Karlsson, 2011 & Linden, 2006). Σε ασθενείς με άτυπη κατάθλιψη αυξήθηκε η πυκνότητα σεροτονίνης (νευροδιαβιβαστής της διάθεσης) ενώ φαίνεται πως μεταξύ ασθενών με κατάθλιψη, είχαν λιγότερες πιθανότητες να υποτροπιάσουν εκείνοι που έλαβαν ψυχοθεραπεία σε σχέση με όσους έλαβαν φαρμακοθεραπεία (Karlsson, 2011).

Τέλος, ένα εξίσου σημαντικό εύρημα αφορά την ίδια την εμπειρία του σχετίζεσθαι με τον θεραπευτή. Η θεραπευτική σχέση αποτελεί μια εμπειρία που έχει παραλληλιστεί με τη γονεϊκότητα. Η ψυχοθεραπεία όπως και η τελευταία, φαίνεται να είναι ένα είδος προσκόλλησης όπου θεραπευτής-θεραπευόμενος αντανακλούν μια δυάδα αντίστοιχη με αυτή του γονέα-παιδιού. Λόγω των χαρακτηριστικών που διέπουν ένα ψυχοθεραπευτή, της κατάλληλης εκπαίδευσής του αλλά και της προσωπικής του θεραπείας, μπορεί εκείνος να δημιουργήσει ένα πλαίσιο ζεστασιάς, ασφάλειας και άνευ όρων αποδοχής που προσεγγίζει εκείνο της σχέσης γονέα-παιδιού. Όπως, λοιπόν, αναπτύσσεται ο παιδικός εγκέφαλος με τη συμβολή του γονέα σε μικρή ηλικία, έτσι και σε μια ψυχοθεραπευτική διαδικασία η νευροπλαστικότητα επιτρέπει την αλλαγή που προκαλείται από αυτή την σχέση. Η θεραπεία ως ένας νέος δεσμός «προσκόλλησης» έχει τη δυνατότητα να ρυθμίζει την ομοιόστασή μας και να ανοικοδομεί την μνήμη μας αναφορικά με το πώς σχετιζόμαστε με τους άλλους (όπως αντίστοιχα το παιδί μαθαίνει μέσα από την επαφή με το γονέα να σχετίζεται με τους άλλους). Έτσι πέρα από την επεξεργασία του παρελθόντος, στην ψυχοθεραπεία δίνεται έμφαση στο παρόν ώστε το άτομο μέσα από το θεραπευτή να έχει μια νέα ευκαιρία συναισθηματικά και βιολογικά να επαναδομήσει το πώς θα αλληλεπιδρά με τους άλλους από εδώ και στο εξής (Cozolino, 2017 &Fuchs, 2004).

Εν κατακλείδι, μπορεί να γίνει σαφές ότι η εν δυνάμει ικανότητα του εγκεφάλου μας να αλλάζει συνεχώς, δηλαδή η νευροπλαστικότητά του, είναι εκείνη που μας βοηθά να προσαρμοζόμαστε αποκτώντας νέες δεξιότητες και βοηθώντας μας να ενσωματώσουμε βιολογικά τις νέες εμπειρίες. Η ψυχοθεραπεία αποτελεί έναν υγιή σπόρο που μπορεί να πέσει πάνω στο εύφορο έδαφος της νευροπλαστικότητας και να βοηθήσει το άτομο να ανθίσει και να αναπτυχθεί με το δικό του τρόπο σε οποιαδήποτε φάση της ζωής του.


Βιβλιογραφικές αναφορές

Cappas, N., Andres-Hyman, R. & Davidson, L. (2005). What Psychotherapists Can Begin to Learn from Neuroscience: Seven Principles of a Brain-Based Psychotherapy. Psychotherapy Theory Research Practice, 42(3), 374-383. DOI:10.1037/0033-3204.42.3.374

Cozolino, L. (2017). The neuroscience of psychotherapy: Healing the social brain (3rd ed.). W W Norton & Co

Fuchs, T. (2004). Neurobiology and psychotherapy: An emerging dialogue. Current Opinion in Psychiatry, 17(6), 479-485

Goldapple, K., Segal, Z., Garson, C., Lau, M., Bieling, P., Kennedy, S., & Mayberg, H. (2004). Modulation of Cortical-Limbic Pathways in Major Depression. Archives of General Psychiatry, 61(1), 34–41. doi.org/10.1001/archpsyc.61.1.34

Karlsson, H. (2011). How Psychotherapy Changes the Brain. Psychiatric Times 28(8) 21-23

Linden, D.E.J. (2006). How psychotherapy changes the brain-the contribution of functional neuroimaging. Molecular Psychiatry, 11(6), 528-538. DOI: 10.1038/sj.mp.4001816

Seth, H.C. (2009). Mind, brain and psychotherapy. Indian Journal of Psychological Medicine, 31(1), 11-15. DOI: 10.4103/0253-7176.53309