Κείμενο: Νεκταρία Τσοπανέλη
Φοιτήτρια Ψυχολογίας

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Η μητέρα μου έχει πεθάνει εδώ και τρία χρόνια. Ακόμα και σήμερα μιλάω μαζί της. Ακόμα και σήμερα θυμώνω μαζί της. Δεν με ενοχλεί τόσο ο θάνατός της, η απώλειά της, γιατί ζει ακόμα μαζί μου, ίσως τώρα περισσότερο από ό,τι πριν. Οι φανταστικοί μου διάλογοι είναι πιο πραγματικοί από εκείνους που όσο ζούσε δεν κάναμε. Εκείνο που με ενοχλεί, εκείνο που δυσκολεύει τον ύπνο μου και κάνει ανήσυχη τη μέρα μου είναι πως έφυγε αδικημένη, χωρίς να βρει τη θέση που της έπρεπε στις ζωές και την εκτίμησή μας, πως δεν υπερασπίστηκε ποτέ σθεναρά τον εαυτό της κι εγώ ποτέ αποτελεσματικά εκείνη. Ξέχασα να σου πω! Τη λέγαν Ελευθερία. Πάντα ήθελα βαθιά μέσα μου να τιμήσει, να υπερασπιστεί τουλάχιστον το όνομά της. Α! Είχε τόσο μεγάλη ευθύνη για εκείνη την ελευθερία που έφερε στην ανθρώπινη φύση αλλά και στο μοιραίο όνομά της.

Σήμερα, που πια δεν μπορώ να κάνω τίποτα για εκείνη, η ενοχή μου γιγαντώνεται γιατί όταν μπορούσα να σταθώ αρωγός της, εγώ ήμουν αμέτοχος, όχι αδιάφορος, αλλά ένας πνιγμένος αδύναμος και δεύτερος και το χειρότερο, δειλός. Ήμουν μάρτυρας της ζωής της, σύμμαχός της αλλά δεν ήμουν σωτήρας της. Όταν προσπαθώ να κατευνάσω τα όρνια μέσα μου που με τσιμπάνε επίμονα, σκέφτομαι πως η σωτηρία είναι μία πολύ προσωπική υπόθεση, ένας αγώνας ατομικός που προϋποθέτει θέληση ισχυρή. Μάταιη σκέψη, οι Ερινύες μου δεν κοιμούνται ποτέ…

Εδώ και δύο εβδομάδες ανακάλυψα σε μια ντουλάπα ένα σημειωματάριο δικό της, κάτι σαν ημερολόγιο. Σε αυτό κατέγραφε σκέψεις της, διάφορα περιστατικά του βίου της και κάποτε ολόκληρες μέρες και νύχτες της, αναμνήσεις παλιές, οράματα και χαμένα όνειρα. Δίστασα να το ανοίξω μα ήθελα να τη νιώσω λίγο πιο κοντά μου, ακόμα λίγο δική μου. Ποθούσα κάτι από τη ζωντανή μητέρα μου να άγγιζε ξανά το μέσα μου, κάτι από αυτό που υπήρξε να το κρατήσω στην αγκαλιά δικό μου. Δεν άντεξα, δεν κρατήθηκα. Η ανάγκη μου για εκείνη και για απαντήσεις με τραβούσε στην αδιακρισία. Ίσως και να με συγχώρεσε που παραβίασα το απόρρητό της. Κι έτσι διαβάζω και όλο διαβάζω. Με ρουφάει για ώρες και νύχτες πολλές στον κόσμο της, εκείνο που δεν άγγιξα ποτέ μου. Μουδιάζω πια μπροστά στη μάνα μου και γίνομαι μικρός, χαμηλώνω κι εγώ για να την καταλάβω. Μουδιάζω μαθαίνοντας όσα δεν μπορούσα να διανοηθώ.

Χρόνια τώρα, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, έχω την εικόνα της στα μάτια μου ως μια γυναίκα καλοσυνάτη, ευχάριστη και χαμογελαστή, πρόθυμη να δώσει κορμί και ψυχή σε κάθε άνθρωπο που είχε την ανάγκη της. Πάντα της αφοσιωμένη στη δική μας ανατροφή, γυναίκα απλή, παντρεμένη από μικρή με έναν άντρα κατά πολλά χρόνια μεγαλύτερό της, ζούσε μια ζωή συνυφασμένη με τον εγκλεισμό της ως νοικοκυρά σε ένα σπίτι με δύο παιδιά. Κλείνω τα μάτια και την βλέπω να κινείται και πάλι στο χώρο, σιδερώνει ρούχα με ιδρώτα στο λαιμό και το στήθος, μαγειρεύει στην κουζίνα με την κόκκινη ποδιά στη μέση της που προδίδει ευγονία, κρατάει τον αδερφό μου στοργικά αγκαλιά κάθε που κλαίει σπαραξικάρδια πνίγοντας κάθε αγανάκτησή της, σφουγγαρίζει και αλλάζει σεντόνια για να μυρίζουν πάντα καθαριότητα και λεβάντα, περιμένει καρτερικά τη ζωή να περάσει στην πολυθρόνα της τα βράδια, εξαντλεί όλη την αυστηρότητά της σε μένα όταν διαβάζω και δεν συγκρατώ κανόνες ορθογραφίας και ανέχεται κάθε μέρα τον πατέρα μου αυχενοκλινής και πικραμένη.

Ο πατέρας μου από την άλλη, α! εκείνος ο άντρας που λεγόταν σύζυγος της αγαπημένης μου εκείνης ύπαρξης, της μάνας μου, ήταν ένας άντρας σκληρός, δύστροπος, άχαρος, ανάποδος και ανάξιός της. Δούλευε πολύ και κουραζόταν πολύ. Νομίζω πως για χρόνια αυτή ήταν η άρρητη δικαιολογία στο σπίτι μας για την ανεξάντλητη νευρικότητά του. Άκαμπτο το πρόσωπό του δεν της χαμογέλασε ποτέ χωρίς μια δόση δηλητηριώδους ειρωνείας στα χείλη. Προσβλητικός, επιτακτικός, απαιτητικός, την υποτιμούσε για ό,τι ήταν και ό,τι έδινε. Το είναι της πάντα του ήταν λίγο, ποτέ δεν ήταν αρκετό για μια γλυκιά κουβέντα ή έστω για την αποφυγή μιας άλλης επικριτικής. Αιχμηρός και ατσάλινος ο λόγος του έκοβε τα χέρια που τον φρόντιζαν, χάραζε την ψυχή που τον ανεχόταν αδιάκριτα και απόλυτα για ό,τι ήταν και ό,τι έδινε. Τα βράδια, που γυρνούσε από τη δουλειά εξαντλημένος σωματικά, ήταν πάντα έτοιμος κι ακούραστος να την προσβάλει για το παραμικρό και στις καλύτερές του να της μιλήσει απότομα ή κάποτε να μη γυρίσει καν να της απευθύνει το λόγο με εκείνη την αδιαφορία που πιο πολύ από όλα ταπεινώνει.

Η οικογένειά μας ζούσε φυσιολογικά για τους άλλους, για όσους ήταν έξω από την πόρτα του σπιτιού μας. Για τους άλλους, μέσα από αυτήν, υπήρχε μια κάποια ευταξία και αρμονία. Μα μέσα σε αυτή στη φαινομενική γαλήνη υπόβοσκε χρόνια μια αδικία με δύο φταίχτες, το θύμα και το θύτη, ένα μικρό κολαστήριο με δύο μάρτυρες, εμένα και τον αδερφό μου.

Είμαι πεπεισμένος πως ο πατέρας μου υπέφερε κι αυτός από την τραχύτητά του. Ήταν θύμα του ίδιου του του εαυτού. Ποιος θέλει να είναι σκληρός, πέτρινος, να γδέρνει και να αφήνει σημάδια στους ανθρώπους που ο ίδιος επέλεξε συνοδοιπόρους του για το διάβα του βίου του; Ποιος, άραγε, δεν θέλει να αγαπά; Ποιος άραγε δεν έχει στη φύση του εκείνη την τάση, εκείνη την ορμή που αναζητά την ευτυχία; Και ποιος μπορεί να ευτυχήσει, αν δεν αγαπά και ο ίδιος του; Κάποτε άκουσα πως η αγάπη μιλιέται σε πολλές γλώσσες. Θέλω τόσο να πιστέψω σε αυτό, μα αδυνατώ. Ποτέ μου δεν μπόρεσα να δεχτώ πως εκείνο το βασανιστήριο που σκότωνε με βαμβάκι όλους μας είχε μέσα του αγάπη. Δεν υπήρχε χώρος για αγάπη. Τουλάχιστον εγώ εκείνες τις ώρες δεν ένιωθα να ακουμπάει το κορμί μου αυτή, μονάχα μια συστολή, μία ενοχή ένιωθα για ό,τι βίωνα.

Σήμερα αναζητώ απεγνωσμένα τρόπους να τον αιτιολογήσω. Μα απελπισμένα ψάχνω να βρω δικαιολογίες και για τη μητέρα μου. Ερωτήματα βομβαρδίζουν το μυαλό μου: Γιατί ποτέ της δεν μίλησε; Γιατί ποτέ δεν μάλωσε μαζί του, γιατί δεν υπερασπίστηκε την υπόστασή της, γιατί δεν έφευγε, γιατί δεν αντιδρούσε, γιατί μας άφηνε να βιώνουμε κι εμείς τη δική της ταπείνωση;

Τη θεωρούσα το ίδιο ένοχη με τον πατέρα μου. Σα να προκαλούσε εκείνος την αντίδρασή της κι, όσο η μάνα μου έμενε ήσυχη και σχεδόν αδιάφορη, τόσο εκείνος δαιμονιζόταν και πέτρωνε. Σα να έριχνε αίμα σε καρχαρία με τη σιωπή της, τον ερέθιζε καμιά φορά σαν ανήθικα συνειδητά. Ήθελε να την εξαγριώσει, να την κάνει να φωνάξει, να βρίσει, να αποκαλύψει τις δικές της αιχμές, να ανοίξει την πόρτα στα δικά της σκοτάδια, για να μην είναι μονάχα αυτός το μαύρο πρόβατο με τις άγριες φωνές και τα νεύρα. Η άγια μορφή της γυναίκας του διόγκωνε την αδυναμία του. Η σύγκριση τον υποβίβαζε και τον εξέθετε ως τέρας. Κι έτσι την μηδένιζε για να ελαχιστοποιεί τη δική του αρχέγονη βαρβαρότητα. Όμως η μάνα μου ποτέ δεν τον ανακούφισε με έναν καυγά, από αυτούς που λυτρώνουν και αναζωογονούν, που μηδενίζουν το κοντέρ για νέους γύρους. Ποτέ δεν του έδειξε πόσο άσχημο ήταν αυτό που της έκανε φέρνοντάς τον στην ίδια αμήχανη και άβολη θέση. Πόσο διψούσαμε για μια τέτοια δική της αντίδραση και ο πατέρας μου κι εγώ, για διαφορετικούς λόγους φυσικά.

Αχ και δε την ήθελα έτσι τη μάνα μου, την προτιμούσα δυναμική με πυγμή κι αποφασιστική, θαρραλέα και γενναία. Βίωνα τη δική της ταπεινότητα ως κάτι υποτιμητικό, χαμηλό και δειλό. Θεωρούσα πως υπέφερε, πως η εικόνα για τον εαυτό της ήταν μίζερη, πως η εκτίμηση για το πρόσωπό της είχε πατηθεί άτσαλα και άσεμνα. Υπέφερα εγώ για εκείνη, πνιγόμουν για την αδικία που επέτρεπε να υφίσταται εις βάρος της από τον άνθρωπο που κάποτε ερωτεύτηκε, που κάποτε θαύμασε, που μαζί του μοιραζόταν μια μέρα όνειρα και χθες μοιραζόταν ύπνο, φαγητό, παιδιά και ζωή. Δεν μπορούσα να διανοηθώ πως δεν βλέπουμε όλοι οι άνθρωποι από το ίδιο σκαλοπάτι τα υπόγεια και τις αυλές ή μάλλον δεν μπορούσα να διανοηθώ πως η μάνα μου ήταν σε υψηλότερο σκαλοπάτι από μένα στη θέαση της αδικίας της. Μου φαινόταν τόσο οξύμωρο. Τέτοια αντίφαση θα κατέρριπτε κάθε λογική μου. Αναρωτιόμουν, ταπεινότητα και μεγαλείο συνταιριάζουνε ποτέ;

Ώσπου μια μέρα, διαβάζοντας τις σημειώσεις της έπεσα πάνω στο εξής το οποίο το έγραφε στην ηλικία των 44 ετών: «Δεν θέλω να γίνω ίδια με εκείνον, ποτέ δε θα του μιλήσω όπως εκείνος σε μένα. Δε θα του επιτρέψω να με αλλάξει, να με αλλοιώσει. Θα παραμένω πάντοτε ήρεμη και ψύχραιμη. Κι ας του επιτρέπω με την υπομονή μου, με την ατέλειωτη ανοχή μου να διαφθείρεται όλο και περισσότερο. Αυτή είναι δική του ευθύνη, όχι δική μου. Εγώ θα συνεχίσω να τον αγαπώ όπως κι αν είναι. Πρέπει να μείνω συνεπής απέναντι στον ίδιο μου τον εαυτό. Εγώ ήμουν αυτή που μία μέρα τον ξεχώρισε και τον επέλεξε. Τότε έκρινα πως θα μπορούσα για μια ζωή να ανεχτώ τις αδυναμίες του, γιατί οι ομορφιές τις υπερνικούσαν κι ας πνίγομαι τώρα. Μα και τότε τις ήξερα. Αυτή είναι η δική μου ευθύνη. Γι’ αυτό και ποτέ δε φεύγω. Άλλωστε δεν είναι μονάχα όσα με τυραννούν. Κάθε πρωί που ξυπνάω προσπαθώ να δω σε εκείνον όλα τα καλά που είναι, κι ας δυσκολεύομαι πια να τα ανιχνεύσω. Εγώ πάντως προσπαθώ…».

Τότε συνειδητοποίησα πόσο λίγο ήξερα τη μητέρα μου. Τίποτα δεν είχα υποπτευθεί από το μεγαλείο της. Πόσο ξένοι περνάνε από τη ζωή μας οι άνθρωποί μας…! Πόσο τελικά τους γνωρίζουμε; Πόσο μας επιτρέπουν να τους μάθουμε και πόσο το επιδιώκουμε; Μέχρι τότε είχα έναν άλλο κόσμο πλασμένο μέσα μου. Ακόμα και τώρα δεν χαίρομαι με την επιλογή της αυτή, αλλά τη θαυμάζω γιατί ποτέ στη θέση της δεν θα μπορούσα να κάνω το ίδιο, δε θα είχα τη δύναμη να είμαι τόσο «αδύναμος».

Εγώ στους δύο έβλεπα πως ο πατέρας μου μόνο μαζί της ήταν σκληρός. Και η μητέρα μου μόνο μαζί του ήταν αδιάφορη και κρύα. Με όλους τους άλλους μαλάκωναν. Μεταξύ τους μόνο υπήρχε ένας μυστήριος δεσμός που αποκαλύπτονταν ωμά οι πιο μεγάλες ασχήμιες τους, οι πιο αποκρουστικές. Στα μάτια μου σήμερα τους βλέπω σαν δύο ασθενείς ψυχές που η μία είχε ανάγκη την άλλη για να επιβιώσει. Ο ένας κάλυπτε την αδυναμία του άλλου στο παιχνίδι της θυσίας. Κάποιος θυσιαζόταν. Αυτή ήταν η μητέρα μου. Μα τολμάω να υποπτευτώ πως δεν ήταν μόνη. Μαζί ανέβαιναν στο βωμό, αλλά σε τι απέδιδαν αξία με τη θυσία τους ποτέ δεν κατάλαβα. Ίσως ο καθένας μόνος του να έπρεπε να αναμετρηθεί με την άβυσσο του εαυτού του, ενώ έτσι βυθίζονταν και χάνονταν σαν κέρμα ο ένας στον σκοτεινό βυθό του άλλου και επαναπαύονταν στη θανατηφόρα νωθρότητα. Θυσίαζαν τον αυθεντικό εαυτό τους στις πρώιμες ουλές τους, στην άμυνά του ο πατέρας μου, στη δειλία της η μητέρα μου, σε όσα χτίστηκαν σαθρά από τους δικούς τους γονείς κάποτε. Εγκατέλειπαν πληγωμένες τις ψυχές τους να αιμορραγούν διαιωνίζοντας τις εμπειρίες των πρώτων σημαντικών δεσμών τους, αφήνοντας τα μοτίβα των σχέσεων να επαναλαμβάνονται σάπια και κακοφορμισμένα.

Όλα ξεκίνησαν από τους δικούς τους γονείς, σκέφτομαι απλά. Μα, από πού ξεκινάει αυτή η αλυσίδα; Σαν αέναος κύκλος μου μοιάζει, ένα ατέρμονο ταξίδι μιας φλόγας που άλλοτε φωτίζει τον κόσμο όλο κι άλλοτε καίει και εξαφανίζει ό,τι υπάρχει. Καταλήγω πως μάλλον κάπου εκεί ανοίγει σαν βεντάλια η ελευθερία του καθενός. Να γίνει δούλος όσων του δόθηκαν αβασάνιστα και άκριτα, να αφήσει κάθε μοίρα να τον διαπλάσει και να τον ορίσει ή να γίνει εκείνος κύριος της ζωής του, να την υπερπηδήσει τη μοίρα, να σηκωθεί ψηλά, πιο ψηλά από αυτήν και σαν πύραυλος να εκτοξευθεί, να σπάσει το κέλυφος για να απελευθερωθούν τα πολύτιμα μαργαριτάρια του.

Εγώ ο ίδιος γίνομαι το θύμα επιτρέποντας ασυνείδητα έστω να με καθορίζουν ό,τι υπήρξαν οι γονείς μου στη ζωή τους. Είμαι το αποτέλεσμα της αγάπης τους, της μυστικής δύναμης που μια μέρα τους ένωσε. Είμαι το αποτέλεσμα της αγάπης χιλιάδων ανθρώπων πριν από αυτούς. Μα όχι μονάχα το αρχικό βλέμμα που γοήτευσε και προσέλκυσε τις δυο υπάρξεις και έφερε ζωή με την ένωση μετά. Είμαι και ο βίος τους όλος έπειτα, η κάθε μέρα που τους βρήκε μαζί ή όχι όντως μαζί, η κάθε αγκαλιά, ο κάθε καυγάς και η κάθε σιωπή που χάραζε τον αέρα του σπιτιού. Μα και πάλι δεν είμαι μόνο αυτό, δεν είμαι μόνο οι καταβολές μου, οι εικόνες και τα ερεθίσματα που μου χαρίστηκαν ή απλώς μου δόθηκαν ερήμην μου.

Είμαι και όλα αυτά. Αλλά κυρίως είμαι όσα επιλέγω, επιτρέπω να είμαι. Εγώ έχω την εποπτεία όσων παρέλαβα, όχι εγωιστικά αλλά υπεύθυνα. Από εμένα εξαρτάται πώς θα τα κοιτάξω, πώς θα μιλήσει το βλέμμα μου μαζί τους, πώς τελικά θα τους δώσω χώρο για να με ορίσουν κι όχι να με καθορίσουν.

Κι όλα αυτά στα λέω, εαυτέ, γιατί σε πιάνω ένοχο πολλές φορές. Κάποτε αναζητώ γυναίκες αδύναμες, με χαμηλό ανάστημα, επικίνδυνα εύθραυστες και ευάλωτες, ενίοτε αδικημένες, που έχουν ανάγκη την προστασία μου, μήπως και καταφέρω να εξιλεωθώ. Γίνομαι τρυφερός και προστατευτικός, γιατί ποθώ να κάνω σε αυτές ό,τι δεν έκανα σε εκείνη την υπέροχη γυναίκα, την υπομονετική μάνα μου. Τελικά, εξοντώνοντας τις ενοχές μου γίνομαι εγώ το θύμα των γυναικών αυτών, γιατί υπηρετώ άσκοπα τις αδυναμίες τους. Άλλοτε πάλι γίνομαι ίδιος με τον δυνάστη της αγαπημένης μου, ίδιος με εκείνον που κάποτε μίσησα, τον πατέρα μου, εκείνον που κλόνισε την εκτίμησή μου για τη μητέρα μου. Ταυτίζομαι μία με τον έναν και μία με τον άλλον. μήπως και τους καταλάβω. Μόνο τότε θα αναπαυτώ, νομίζω. Αναρωτιέμαι, όμως, για πόσο θα θυσιάζω την πολύτιμη εκείνη υγεία και ισορροπία των σχέσεων στο βίο μου για αυτή τη μοιραία και αιώνια σχέση με τους γονείς μου;…! Τουλάχιστον, το συνειδητοποιώ, εαυτέ. Ίσως μια μέρα και να το αλλάξω…